«Στην απεικόνιση των Σταυροφόρων, των Σταυροφοριών, απ’ όπου όλως περιέργως ο σταυρός απουσιάζει, µε εξαίρεση αυτόν επάνω στα στολίδια του αγανακτισµένου πατριάρχη στην αριστερή πλευρά του πίνακα, θαρρεί κανείς ότι παρατηρείται µια πεισµατική επιστροφή στο όνοµα του καλλιτέχνη, Ευγένιος το µικρό του, που ευτυχώς έφερε το επώνυµο Delacroix (δηλαδή “του σταυρού”), ο οποίος αθόρυβα τυλίγει την Κωνσταντινούπολη στις φλόγες. Στο αρχικό σχέδιο του έργου που φυλάσσεται στη συλλογή του Μουσείου Condé στο Σαντιγί η ερυθρή λάµψη είναι πολύ πιο έντονη. Για δείτε τον, αυτόν τον νεαρό πυρπολητή, που σωριάζεται εξουθενωµένος στο έδαφος, καθώς στηρίζεται µε το δεξί του χέρι πίσω από τα πόδια της αυτοκράτειρας ενώ εξακολουθεί να κρατάει κατάστηθα έναν πυρσό. Είναι ερωτευµένος, είναι παθιασµένος. Να ’ναι άραγε Έλληνας ή Γάλλος; Όπως και να ’χει, δεν είναι στρατιώτης. Η αναταραχή, η κατάσταση στην οποία έχουν περιέλθει οι κυρίες και η πόλη· µήπως όλα αυτά που συµβαίνουν του επιτρέψουν να ικανοποιήσει τις επιθυµίες που λίγες µέρες νωρίτερα ίσως θεωρούσε πέρα για πέρα τρελές; Τι άλλο να θέλει ακόµη να κάψει προτού παραδοθεί στον ύπνο; Θέλει να κάψει την Ιστανµπούλ, να απαλλάξει την πόλη από την καινούρια ονοµασία της, αυτή την Κωνσταντινούπολη που την πήραν οι Τούρκοι, όπως την είχαν πάρει και πάλι οι Έλληνες, αλλά και οι Γάλλοι. Θέλει να κάψει το Παρίσι, ο ουρανός του οποίου έρχεται κι απλώνεται πάνω από αυτή την πόλη, να ξαναρχίσει την Επανάσταση του 1830, να καταστήσει και πάλι την ελευθερία οδηγό των λαών. Κι έτσι, τα λάβαρα, αντί να φέρουν τα γνώριµα οικόσηµα σπουδαίων οικογενειών, δεν είναι παρά κόκκινες και µαύρες σηµαίες.
»Θέλει να κάψει αυτόν τον πίνακα που το αντικείµενό του τον µαγεύει και συνάµα τον εξοργίζει… Όχι να τον καταστρέψει, αλλά να του βάζει φωτιά στο διηνεκές, επειδή η εσωτερική φωτιά που κατατρώει τον πίνακα δεν εκδηλώνεται επαρκώς και διότι γνωρίζει ότι υπάρχει ο κίνδυνος τα χρώµατά του να ξεθωριάσουν. Θέλει να καεί κι ο ίδιος σαν τον Σαρδανάπαλο σε µια στιγµή πρωτοφανούς χλιδής, να αποκηρύξει το σκότος του κόσµου και να του βάλει φωτιά σαν να είναι πυρσός ή, αν θέλετε, φάρος· οι στίχοι του Baudelaire θα µας επιτρέψουν να φυτέψουµε πράσινα έλατα στους λόφους που υψώνονται επάνω από τον Γαλατά και η µουσική του Weber εκεί θα αποκαλύψει αµέτρητους περιπλανώµενους ιππότες κυνηγούς: “Ντελακρουά, αιµάτινη λίµνη στοιχειωµένη από κακούς αγγέλους,/Από δάσος ελάτων πάντα πράσινο σκιασµένη,/Όπου κάτω απ’ το θλιµµένο ουρανό, µουσικές µοναδικές/Διαβαίνουν, σαν πνιγµένος στεναγµός του Βέµπερ…”».
Pierre Bal-Blanc
Αποσπάσµατα από το «Le jeune incendiaire» (O νεαρός πυρπολητής), στο βιβλίο του Michel Butor, Dialogue avec Eugène Delacroix sur «L’Entrée des croisés à Constantinople» (Διάλογος µε τον Eugène Delacroix για το έργο «Η είσοδος των σταυροφόρων στην Κωνσταντινούπολη») (Σεντ Ετιέν: S’printer, 1991), επιλεγµένα για τους Prinz Gholam, που γεννήθηκαν το 1969 στο Λόιτκιρχ της Γερµανίας και το 1963 στη Βηρυτό του Λιβάνου αντίστοιχα.