O Arben Basha, γεννημένος το 1947 στα Τίρανα, είναι περισσότερο γνωστός για τη σταδιοδρομία του και τη συμβολή του στην κινηματογραφική βιομηχανία του σοσιαλιστικού ρεαλισμού στην Αλβανία. Για πολλά χρόνια ζωγράφιζε κινηματογραφικά σκηνικά στο Kinostudio «Shqiperia e Re» (το κινηματογραφικό στούντιο «Νέα Αλβανία») που επέβλεπε όλη την παραγωγή και διανομή ταινιών μυθοπλασίας και ντοκιμαντέρ στην Αλβανία. Εργάστηκε για αξιόλογο αριθμό ταινιών που είχαν παραγγελθεί ως πραγματείες των διάφορων εκστρατειών προπαγάνδας στη δεκαετία του 1970. Η πρώτη του εμπειρία, για παράδειγμα, ήταν στην ταινία Thirrja (Το κάλεσμα), με ήρωα έναν ερευνητή της κτηνιατρικής. Μια μέρα, ενώ βρίσκεται σε ταξί, ακούει στο ραδιόφωνο μια ανακοίνωση με την οποία το κόμμα καλεί επαγγελματίες από κάθε τομέα να συμβάλουν στην ανάπτυξη των παραδοσιακών αγροτικών περιοχών της χώρας. Αμέσως παραιτείται από το πανεπιστήμιο και εγκαθίσταται σε ένα απόμακρο χωριό. Εκεί συναντά και υπερνικά με επιτυχία πολλά εμπόδια και προκαταλήψεις ριζωμένες στην «οπισθοδρομική» ακόμα νοοτροπία της επαρχίας, στην πορεία μεταμορφώνοντας τον εαυτό του και τον ίδιο τον τόπο.
Ο πίνακας του Basha με τίτλο I Will Write (Θα γράψω) φιλοτεχνήθηκε το 1971, το μόνο χρονικό διάστημα όπου ο κομματικός έλεγχος στην πολιτιστική ζωή χαλάρωσε κάπως και οι καλλιτέχνες, συγγραφείς και μουσικοί μπορούσαν να προσπαθήσουν να εργαστούν αποκλίνοντας ελαφρώς από τους αυστηρούς κανόνες της αναπαράστασης από τους οποίους διεπόταν η πολιτιστική παραγωγή. Ήταν επίσης η εποχή όπου βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη η εθνική εκστρατεία Emancipimi I Gruas (για τη «Χειραφέτηση των Γυναικών»). Συνεπώς μεγάλο μέρος της πολιτιστικής παραγωγής εκείνη την εποχή επικεντρωνόταν στην αναπαράσταστη των γυναικών, με την έμφαση στις νεοπαοκτηθείσες θέσεις τους στο εργατικό δυναμικό αστικών εργοστασίων, πανεπιστημίων και σχολείων. Εδώ ο Basha επιλέγει να απεικονίσει μια μαθήτρια Γυμνασίου. Αναγνωρίζεται εύκολα από τη μαύρη σχολική ποδιά που φοράει (χωρίς το χαρακτηριστικό κόκκινο μαντίλι του «πιονιέρου» που φορούσαν συνεχώς οι μικρότεροι μαθητές). Σε αντίθεση με τις απεικονίσεις των νέων της εποχής, που επικεντρώνονταν στην άμεση δράση στο εδώ και τώρα, λόγω της ηλικίας η έφηβη στον πίνακα βρίσκεται σε έναν χώρο μετάβασης, όπου το μέλλον δεν έχει επέλθει και μπορεί ακόμη να το ονειρεύεται. Χάρη και στη μεγαλύτερη ανεκτικότητα απέναντι στον πολιτισμό εκείνη την εποχή, ο Basha μπόρεσε να ζωγραφίσει τη νεαρή σε μια ονειρική ατμόσφαιρα. Με προσοχή επιτρέπει σε συνθετισμικές επιρροές να παρεισφρήσουν στο στιλ του –πιθανώς εμπνευσμένος από τον Paul Gauguin– καθώς οργανώνει τον καμβά του με επίπεδους χρωματικούς όγκους και δυνατές γραμμές και αντιθέσεις. Τα μάτια της μορφής εμφανίζονται μυστηριώδη και σκιασμένα, και η ίδια απεικονίζεται μετέωρη (δεν φαίνεται κάθισμα), πράγμα που εντείνει ακόμη περισσότερο την ονειρική ατμόσφαιρα. Πρόκειται για αμφιλεγόμενο επίτευγμα δεδομένου του κανόνα που απαιτούσε τα πάντα να απεικονίζονται σε στέρεο έδαφος και υπό το έντονο φως της ημέρας. Όμως, ενώ τα ανέγγιχτα φύλλα λευκού χαρτιού –αναφορά στη δημιουργικότητα– θα μπορούσαν να είναι προβληματικά από ιδεολογική άποψη (δεν θα έπρεπε να υπάρχει οποιαδήποτε επιφύλαξη ως προς τα γραφόμενα), το ενδεχόμενο πρόβλημα που προκύπτει από την κενότητά τους έχει ως αντίβαρο το τοπίο στο φόντο: κτίρια εργοστασίων και αποθήκες, πολυκατοικίες και οργιώδης βλάστηση λουσμένα στο χρυσαφί φως – σαφώς πηγή της «σωστής» έμπνευσης. Το αφήγημα, ήδη γραμμένο, απλώς περιμένει να βρει τον δρόμο του προς τα λευκά φύλλα.
—Edi Muka