Στις αρχές της δεκαετίας του 1970, το πολιτικό γραφείο του Κομμουνιστικού κόμματος στην Αλβανία αποφάσισε να εγκαινιάσει νέα εκστρατεία προπαγάνδας. Το θέμα θα ήταν η Emancipimi I Gruas (η λεγόμενη «Χειραφέτηση των Γυναικών»). Η εμπειρία της προηγούμενης δεκαετίας, κατά την οποία οι εργάτριες είχαν συμβάλει ως ανειδίκευτο εργατικό δυναμικό σε αστικούς και αγροτικούς χώρους εργασίας, είχε δείξει ότι οι γυναίκες μπορούσαν να στελεχώσουν το πενήντα τοις εκατό του εργατικού δυναμικού της χώρας, και η κομμουνιστική κυβέρνηση χρειαζόταν όλα τα ικανά σώματα που μπορούσαν να επιστρατευτούν για να καλυφθούν οι ανάγκες σε ολοένα πιο εξειδικευμένο εργατικό δυναμικό. Για να επιτευχθεί αυτός ο στόχος, έπρεπε πρώτα να αλλάξει το καθεστώς των γυναικών –να τις βγάλει από τις κουζίνες και τις κρυφές γωνίες της κοινωνίας όπου τις είχε εξοβελίσει η ιεραρχία της παραδοσιακής αλβανικής οικογένειας– για να συμπεριληφθούν στην κοινωνική ζωή και να εκπαιδευτούν για τις άφθονες δουλειές και θέσεις εργασίας που απαιτούσε η οικοδόμηση της νέας κοινωνίας. Όπως συνέβη και σε όλες τις άλλες παρόμοιες εκστρατείες, κινητοποιήθηκε ολόκληρος ο κομματικός μηχανισμός επικοινωνίας και προπαγάνδας. Η εκστρατεία συνέπεσε επίσης με μια σύντομη περίοδο στην οποία το κόμμα χαλάρωσε τον αυστηρό έλεγχο της πολιτιστικής ζωής, μεταξύ 1970 και 1973.
Από τη μόδα μέχρι τα κουρέματα (που ελέγχονταν αυστηρά και τηρούνταν η ομοιομορφία), τη μουσική, το θέατρο, τη λογοτεχνία και τις εικαστικές τέχνες, τα πάνταμεταβλήθηκαν προσωρινά. Όμως το 1974 η νομενκλατούρα επέβαλε αυστηρή καταστολή των πάντων, στέλνοντας ανώτερους αξιωματούχους στο εκτελεστικό απόσπασμα και πολλούς καλλιτέχνες, συγγραφείς και μουσικούς στις φυλακές ή σε στρατόπεδα εργασίας και επανεκπαίδευσης.
Ο πίνακας At the Command Desk (Στο γραφείο διοίκησης, 1971), του καλλιτέχνη Llambi Blido που γεννήθηκε το 1939 στο Στρούμε, είναι ένα από τα πολλά έργα που φιλοτεχνήθηκαν σε εκείνο το μεταίχμιο. Αυτό που εντυπωσιάζει άμεσα στον πίνακα είναι πως είναι ασυνήθιστα επίπεδος και γραμμικός, χωρίς όγκο ή λυρικές πινελιές (όπως η τέχνη εκείνης της εποχής). Ο καλλιτέχνης είχε ήδη εργαστεί ως εικονογράφος παιδικών και νεανικών περιοδικών για σχεδόν δέκα χρόνια, και η επίδραση της εικονιστικής γραφιστικής τέχνης είναι έκδηλη. Το έργο θυμίζει επίσης τα έργα του Robert Rauschenberg, παρότι στην Αλβανία δεν ήταν καθόλου προσβάσιμη οποιαδήποτε πληροφορία για τη σύγχρονη τέχνη μετά τον γαλλικό ιμπρεσιονισμό. Ο Blido εσκεμμένα παραμορφώνει την προοπτική προκειμένου να δώσει ένα μήνυμα για τη μάχη που μαίνεται ανάμεσα στο νέο και το παλιό. Θέτει στο προσκήνιο το κείμενο του σλόγκαν στα δεξιά και χρησιμοποιεί αποσπάσματα από λέξεις αντί για ολόκληρες προτάσεις. Διαβάζονται τα εξής: Partia (το κόμμα)· Kanunit (ο Κανούν, αρχαϊκός νόμος της Αλβανίας του πρώιμου Μεσαίωνα, που καθόρισε τις σχέσεις εντός της οικογένειας και της κοινωνίας, σύμφωνα με τον οποίο οι γυναίκες θεωρούνταν απλώς ιδιοκτησία των συζύγων τους), ζωγραφισμένη σε αναστροφή προοπτικής σαν να υποχωρεί· Emancip(ation) (δηλαδή χειραφέτηση) και Gruas (της Γυναίκας).
Όπως δηλώνει ο τίτλος, η κεντρική μορφή απεικονίζεται σε θέση απόλυτου ελέγχου, παρότι η αυτοπεποίθησή της προβάλλεται με τρόπο όχι χαρακτηριστικό: το βλέμμα είναι πλάγιο, αγνοεί τον θεατή. Η προσοχή της φαίνεται να στρέφεται πλήρως σε κάποιο αόρατο αποτέλεσμα της πράξης που εκτελεί. Ο μηχανικός μοχλός τον οποίο στρέφει μοιάζει με φαλλική φόρμα, ενισχύοντας την πρόθεση της αποφασιστικότητάς της και προκαλώντας άμεσα τις συμβάσεις της αρρενωπότητας. Είναι η μοναδική εποχή όπου τέτοιες νύξεις –συνειδητά ή ασυνείδητα από την πλευρά των δημιουργών– εμφανίστηκαν σε αρκετά έργα τέχνης, ταινίες και θεατρικά έργα του αλβανικού σοσιαλιστικού ρεαλισμού. Παρότι η μορφή βρίσκεται στο επίκεντρο και, σε αντίθεση με το δόγμα, ο Blido διατηρεί τη θηλυκότητά της, είναι ζωγραφισμένη με αέρινους και αχνούς τόνους, σχεδόν σαν να εξαφανίζεται. Έτσι, στη σύνθεση εδραιώνεται ρητά η ιεραρχία των σχέσεων υπό όρους και η αλληλεξάρτηση ανάμεσα στο κείμενο και στο κύρος της μορφής και της δράσης της.
—Edi Muka