Οι μελέτες του Johann Joachim Winckelmann, ιδιαίτερα το βιβλίο του Geschichte der Kunst des Alterthums (Ιστορία της αρχαίας τέχνης, πρώτη έκδοση το 1764), ήταν θεμελιώδεις για την ιστορία της τέχνης και τις ακαδημαϊκές σπουδές, καθώς και για την άνοδο του νεοκλασικισμού και του φιλελληνισμού στη Γερμανία και στη Δυτική Ευρώπη εν γένει. Ο τρόπος με τον οποίο ο Winckelmann ερμήνευσε το αρχαιοελληνικό γλυπτό ως ιδεώδη φόρμα που ενσαρκώνει το Ωραίο και το Αληθινό βασίστηκε στην πολιτισμική επιθυμία που κατέστη ακόμα πιο μυθοποιημένη εφόσον ο Winckelmann δεν ταξίδεψε ποτέ στην Αθήνα ή στην υπόλοιπη Ελλάδα. Μολαταύτα, η ερμηνεία του σύντομα αποτέλεσε πολιτική πραγματικότητα στο πλαίσιο της ταχείας ανόδου του γερμανικού εθνικισμού και ιμπεριαλισμού τον 19ο αιώνα, με τον νεοκλασικισμό ως κυρίαρχη αισθητική. Ο Βαυαρός πρίγκιπας που έγινε ο βασιλιάς Όθων της Ελλάδας το 1832 και έκανε την Αθήνα πρωτεύουσα του έθνους, για λόγους μάλλον συναισθηματικούς παρά πρακτικούς, είναι σημαντικός συντελεστής στην οικειοποίηση της Αθήνας και της Ελλάδας ως καταστατικών συμβόλων για τον γερμανικό και δυτικοευρωπαϊκό πολιτισμό και την τέχνη του.
Σε ένα από τα πλέον ρηξικέλευθα τμήματα του βιβλίου Geschichte der Kunst des Alterthums ο Winckelmann φαίνεται να αναλογίζεται τις συνέπειες της ιστορικής αναζήτησής του. Σε αυτό το μελαγχολικό εδάφιο αναγνωρίζει το αίσθημα της απώλειας που προϋποθέτει η συγγραφή οποιουδήποτε είδους ιστορίας – απώλεια που μπορεί να οδηγήσει στην επιθυμία, η οποία με τη σειρά της απλώς επιδεινώνει τη λαχτάρα για αυτό που χάθηκε:
«Αναλογιζόμενος την απώλεια ένιωσα σχεδόν σαν τον ιστορικό που, αφηγούμενος την ιστορία της πατρίδας του, αναγκάζεται να αναφερθεί στην καταστροφή της οποίας ήταν και μάρτυρας. Και πάλι, δεν μπορούσα να μην αναρωτηθώ για τη μοίρα των έργων τέχνης έως το σημείο όπου έφτανε η ματιά μου· ακριβώς όπως το βλέμμα της δακρυσμένης κόρης η οποία στέκεται στην ακτή του ωκεανού ακολουθεί τον αγαπημένο που φεύγει, χωρίς ελπίδα να τον ξαναδεί ποτέ, και θαρρεί πως στο μακρινό ιστίο βλέπει την εικόνα του. Όπως η κόρη που αγαπά κι εμείς μείναμε, θαρρείς, με τίποτε άλλο παρά το σκιώδες περίγραμμα αυτού που επιθυμούμε, αλλά τούτη η αοριστία ξυπνά μια ακόμα μεγαλύτερη λαχτάρα για ό,τι χάσαμε, και μελετούμε τα αντίγραφα των πρωτοτύπων με μεγαλύτερη σπουδή απ’ ό,τι θα προσέχαμε τα ίδια τα πρωτότυπα αν τα είχαμε στην κατοχή μας. Σε αυτό, συγκεκριμένα, μοιάζουμε πολύ με όσους θέλουν να συνομιλήσουν με τα πνεύματα και πιστεύουν ότι τα βλέπουν εκεί όπου δεν υπάρχει τίποτα».