Το έργο Καμακωμένο Ψάρι εκτέθηκε στο ελληνικό περίπτερο στη Μπιενάλε της Βενετίας το 1986. Η εικόνα ενός ζωντανού όντος, του ψαριού, που υποφέρει προκάλεσε την αντίδραση μιας μερίδας φιλόζωων θεατών, οι οποίοι θεώρησαν ότι το έργο καταπατά την παγκόσμια διακήρυξη για τα δικαιώματα των ζώων και ζήτησαν την παρέμβαση της δικαιοσύνης με σκοπό την απόσυρσή του. Η ειρηνοδίκης Δρ. Μανουέλα Ρομέι Παζέτι, στην οποία ανατέθηκε η υπόθεση, δικαίωσε πανηγυρικά τον καλλιτέχνη, εμπλουτίζοντας την ιστορία τη τέχνης με ένα σημαντικό, απρόσμενο, κριτικό κείμενο:
«… Στο μισοσκόταδο της αίθουσας εμφανίζονται στον επισκέπτη πέντε μεγάλες ανθρώπινες φιγούρες σαν ζωντανά πορτρέτα τοποθετημένα το ένα δίπλα στο άλλο, με μικρά σκοτεινά κενά διαστήματα μεταξύ τους. Δίπλα τους η εικόνα ενός καμακωμένου ψαριού.
Το σιδερένιο καμάκι, σώμα ξένο προς τη ζωγραφική του φόντου μπηγμένο στον πίνακα, φέρνει στο θεατή στο χώρο της πραγματικότητας, ενώ τα μεγάλα ζωγραφισμένα ίχνη, τα οποία χάρη στην προβολή βίντεο φορτίζονται με λεπτομέρειες και ανεπαίσθητες κινήσεις, θα μπορούσαν να τον παρασύρουν στην ονειροπόληση.
Οι φιγούρες γυρίζουν για να κοιτάξουν το ψάρι, που πληγωμένο παλεύει σπαράζοντας και παρουσιάζει στον θεατή ένα ζωντανό θέαμα θανάτου (ο οποίος ουσιαστικά δεν επέρχεται).
Έστω και εάν ο καλλιτέχνης (ο Τσόκλης, ο μοναδικός αντιπρόσωπος της Ελλάδας στη 42η Μπιενάλε της Βενετίας με θέμα «Τέχνη και Επιστήμη») θα μπορούσε να έχει συλλάβει, πραγματοποιήσει και παρουσιάσει κάθε εικόνα χωριστά, ο θεατής ασυζητητί αποκομίζει μια εικόνα συνόλου. Οι φιγούρες κινούνται σ’ έναν ενιαίο, κλειστό χώρο, μια αίθουσα ενοποιημένη από το σκοτάδι που κυριαρχεί. Κι αυτό, για όποιον μπορεί να συνδέσει τις ελάχιστες κινήσεις των πορτρέτων με το σπαραγμό του ψαριού, θα μπορούσε να σημαίνει μια στάση αδιαφορίας του ανθρώπου μπροστά στο ψάρι που υποφέρει. Είναι λοιπόν η ανθρωπότητα που μπορεί να προκαλέσει φρίκη με την καθημερινή της αδιαφορία, μια και αυτό το ίδιο ψάρι που σπαράζει το βλέπει στον πάγκο της αγοράς σαν αναμφίβολα φρέσκο (δηλαδή μόλις σκοτωμένο), αδιαφορώντας εάν σκοτώθηκε με καμάκι ή πιάστηκε με δίχτυ.
Ή μήπως αυτές οι μεγάλες, σχεδόν ακίνητες φιγούρες στις οποίες η παραμικρή κίνηση υπογραμμίζει την ιερατική σοβαρότητα, την εξακρίβωση του βαθμού του πόνου, είναι οι ανθρωπόμορφοι θεοί του μύθου; Με ένα βλέμμα και μόνο, μπορούν να βοηθήσουν το ψάρι, να το ελευθερώσουν και μαζί μ’ αυτό όλη τη σκληρή ανθρωπότητα. Είναι αξιοσημείωτο πάντως ότι το ψάρι δεν πεθαίνει. Μια επέμβαση είναι πάντα πιθανή στην ταλαντευόμενη φαντασία του θεατή ανάμεσα στο μύθο και την πραγματικότητα.
Δεν υπάρχει λοιπόν αποστροφή, ούτε χρησιμοποίηση του ζώου με ανήθικους σκοπούς, ούτε ωμότητα με σκοπό τη διασκέδαση …»