Συνάντησα για πρώτη φορά την Pauline Oliveros το 1965 στο Κλίβελαντ του Οχάιο. Είχε ζητηθεί από τον πιανίστα David Tudor να δώσει μια συναυλία στο Πανεπιστήμιο Case Western Reserve στο Κλίβελαντ κι εκείνος ζήτησε από μένα και την Pauline να συμμετάσχουμε. Δέχτηκα με πολλή χαρά. Ο David είχε ήδη αρχίσει να παρεκκλίνει από την αποκλειστική σχέση που είχε με τον John Cage και το έργο του και αναζητούσε νεότερους συνθέτες για συνεργασία. Η Pauline έφτασε στο αεροδρόμιο του Κλίβελαντ σε καροτσάκι με διάστρεμμα στον αστράγαλο και ένα τετρακάναλο μαγνητόφωνο.
Το πρόγραμμά μας αποτελείτο από το Light Piece for David Tudor της Pauline, ένα από τα έργα του John Cage με μικρόφωνα στον λαιμό, και το δικό μου Music for Solo Performer. Κατά τη διάρκεια του κομματιού της Pauline, κάποιος από το κοινό άρχισε να διαμαρτύρεται έντονα και τότε η Pauline απλά μεγάλωσε την ένταση ησυχάζοντας τον άμεσα.
Οι πρώτες επαφές της Pauline με την ηλεκτρονική μουσική έγιναν στο Tape Music Centre του Σαν Φρανσίσκο, και κατόπιν στο Electronic Music Studio του Πανεπιστημίου του Τορόντο. Στο Τορόντο δραστηριοποιήθηκε ενάντια στην κοινή πρακτική της σύνθεσης που βασιζόταν στη διαχείριση ήχων ηχογραφημένων σε μαγνητοταινία, που κατέληγε σ’ ένα ολοκληρωμένο έργο. Σε έργα της όπως το I of IV (1966), αντίθετα, η Pauline έστησε στο στούντιο μια εγκατάσταση μεγάλης κλίμακας χρησιμοποιώντας delays διαφόρων ειδών για να προκύψει ένα έργο που λειτουργεί σε πραγματικό χρόνο. Έσκαψε στα ίδια τα σωθικά της ηχογράφησης, για παράδειγμα, χρησιμοποιώντας τη συχνότητα bias ως ταλαντωτή υψηλών συχνοτήτων, διάφορα χρονικά delays που επέτρεπαν οι μικρές αποστάσεις μεταξύ της ευθείας διαδρομής των σημάτων από τις εξόδους κατευθείαν πίσω στις εισόδους, καθώς και λούπες μακράς διάρκειας που επεκτείνονταν από τη μία ηχογράφηση στην άλλη. Η αίσθησή της για τον χρόνο δεν βασιζόταν σε ψυχολογικές εικασίες επηρεασμένες από τις σκόπιμες αλλαγές στο κοντράστ, στο ηχόχρωμα, στο τέμπο και σε όλες τις άλλες παραμέτρους που συνδέονται με τη σύνθεση ενός μουσικού έργου. Αντίθετα, η ροή τέτοιων έργων βασιζόταν κυρίως στη βαθιά κατανόηση και αξιοποίηση των φυσικών χαρακτηριστικών του εξοπλισμού και των παραμέτρων του.
Αυτό αποτελούσε μια ριζοσπαστική ιδέα εκείνη την εποχή: η εξερεύνηση της ίδιας της φύσης του hardware και του software που συνδέεται με τη μουσική τεχνολογία αντί για τη χρήση τους με συμβατικές μεθόδους. Κατανοούσε απόλυτα την ανάγκη να μάθουμε πώς έκαναν οι μηχανές αυτά που έκαναν παρά απλώς τι έκαναν. Αυτή η παρόρμηση να φτάσει στην ουσία των πραγμάτων διέκρινε όλα τα εγχειρήματα της Pauline, από το Sonic Meditations ως το Deep Listening. Ήταν ασύγκριτο το βάθος της τεχνογνωσίας της αλλά και της κατανόησης του πραγματικού κόσμου στον οποίο ζούμε και των ανθρώπινων και πνευματικών του διαστάσεων, κι αυτό είχε ως αποτέλεσμα τη διαρκή υπονόμευση των προκαταλήψεων φύλου που κυριαρχούσαν μεταξύ των συνθετών. Εν τέλει, πιστεύω ότι αυτό είναι το πιο σημαντικό δώρο που μας χάρισε η Pauline Oliveros.
Ο Alvin Lucier είναι συνθέτης και sound artist