Στη µια πλευρά της σκηνής ένας περφόρµερ ανάβει µια µικρή φλόγα που ξεχωρίζει έντονα στο σκοτάδι. Στην άλλη πλευρά εµφανίζεται ένας άλλος και αρχίζει να εκφέρει έναν συνεχή ήχο που ολοένα δυναµώνει και αντηχεί σε όλη την αίθουσα. Μετά από λίγα δευτερόλεπτα η σόλο φωνητική παράσταση σταµατά και επικρατεί σιγή, που τελικά διακόπτεται από ένα τρεµούλιασµα φωτός: σαν στοιχειωµένη, η φλόγα υποκύπτει σε µια αόρατη ριπή – σαν να την έσβησε ο ήχος. Φωτιά και φωνή εµπλέκονται σε µια ιδιαίτερα λεπτή αλλά σαφώς απτή σχέση: ο αέρας βγαίνει από την κρυψώνα του και υποχρεώνεται σε αιώρηση, στο να γίνει φυσική παρουσία που συνδέεται µε τον ήχο και αφυπνίζεται από τις αισθήσεις. Αυτή η εξαιρετικά εκλεπτυσµένη και λυρική περφόρµανς είναι µια καλή εισαγωγή στο έργο του Alvin Lucier, που γεννήθηκε το 1931 στο Νιου Χάµσαϊρ των ΗΠΑ, και στη σταθερή του ενασχόληση µε το πώς ο ήχος ταξιδεύει ανά τον κόσµο.
Από τα µέσα της δεκαετίας του ’60 ο Lucier έχει δηµιουργήσει πολλές σηµαντικές συνθέσεις που έχουν επηρεάσει την κουλτούρα της πειραµατικής µουσικής και των ηχητικών τεχνών. Τα πρώιµα έργα του –όπως τα Music for Solo Performer (1965), Vespers (1968), I am sitting in a room (1970) και Bird and Person Dyning (1975)– εδραίωσαν µια σαφή γραµµή που διατρέχει όλη τη µακρά σταδιοδροµία του. Εστιάζοντας στον ήχο ως φυσικό φαινόµενο, ο Lucier έχει βαθύνει το πεδίο της πειραµατικής µουσικής, συχνά µέσω παραστάσεων βασισµένων στην έρευνα και αφιερωµένων στην πράξη της ακρόασης, ενώ ταυτόχρονα έχει διευρύνει τη σύνθεση νέας µουσικής µε τις µοναδικές του στρατηγικές. Αυτού του είδους η προσέγγιση και η ευαισθησία επιβεβαιώνει ότι ο Lucier είναι µια σηµαντική µορφή των ηχητικών τεχνών εν γένει, γεγονός που ενισχύεται από τα πιο πρόσφατα ορχηστρικά του έργα Diamonds for 1, 2, or 3 Orchestras (1999) και Slices (2007). Εδώ ο συνθέτης µάς καλεί σε µια σειρά από glissandi και συµπλέγµατα φθόγγων που αρθρώνουν µια πλούσια ακουστική εµπειρία, µια µουσικότητα που καθηλώνει το αυτί.
Από τις συνθέσεις του Lucier µπορούµε να βγάλουµε µια γενική θεωρία του ήχου που µας προτείνει πώς να κατοικήσουµε τον ηχητικό κόσµο και πώς να ακούσουµε αυτό που δεν έχει ηχήσει ακόµη. Γιατί τα έργα του εκδηλώνουν µια µελετηµένη έκσταση ως προς τον ήχο, προβάλλοντας τη θέση του ανάµεσα στο ακουστικό γεγονός και στο ονειρικό άκουσµα, ανάµεσα στην απτή πραγµατικότητα και στις αδιόρατες πολυφωνίες που της δίνουν ζωή. Ο Lucier µάς οδηγεί να ακούµε βαθιά, να βλέπουµε τον ήχο σαν παλλόµενο στοιχείο της καθηµερινής ζωής µε φλογερές προεκτάσεις.
Brandon LaBelle