Αυτό το κείμενο δεν είναι νεκρολογία. Δεν μπορείς στ’ αλήθεια να γράψεις νεκρολογία για κάποιον που αγαπούσες βαθιά, αλλά δεν γνώριζες πραγματικά. Αυτό το κείμενο είναι για, του και με τον Ben Patterson και για το κενό που αφήνει στον χώρο εκείνο που ο Curtis Mayfield αποκαλούσε «πιο σκοτεινό από τη θλίψη» (darker than blueness). Αυτόν τον αγαπημένο μας χώρο.
Η πρώτη μου επαφή με τον καλλιτέχνη πρέπει να ήταν πριν από δέκα χρόνια περίπου· μια από εκείνες τις τεμπέλικες μέρες που αποφασίζεις να σκοτώσεις τον χρόνο σου στο αγαπημένο σου βιβλιοπωλείο, ψαχουλεύοντας βιβλία που δεν έχεις τα χρήματα να αγοράσεις. Μια φωτογραφία σ’ ένα βιβλίο για τα κινήματα τέχνης μού τράβηξε αμέσως την προσοχή. Στο κεφάλαιο για το κίνημα Fluxus υπήρχε μια εικόνα ενός μουσικού φεστιβάλ στο θρυλικό στούντιο της Mary Baumeister στην Κολονία. Έξι άντρες φαίνονταν στη σκηνή, από τους οποίους ένας κρατούσε κάτι που έμοιαζε με κοντραμπάσο και φαινόταν να έχει πιο σκοτεινή σκιά από τους υπόλοιπους σ’ αυτή την ασπρόμαυρη φωτογραφία. Παρά το ενδιαφέρον μου για τον George Maciunas, τον Wolf Vostell, τον Mimmo Rotella, τον Daniel Spoerri και άλλες θρυλικές φιγούρες που αποτελούσαν το κίνημα Fluxus, δεν είχα ακούσει ποτέ για κάποιο μαύρο άντρα που ήταν όχι απλώς μέλος, αλλά εκ των ιδρυτών του Fluxus. Δεν υπήρχαν άλλες πληροφορίες εκτός από το όνομα του φεστιβάλ, ούτε καν τα ονόματα των καλλιτεχνών που συμμετείχαν, αλλά το Google –πιστός φίλος και βοηθός– με πληροφόρησε για έναν νεαρό Αφροαμερικανό με το όνομα Ben Patterson, που είχε γεννηθεί στο Πίτσμπουργκ της Πενσιλβάνια το 1934. Οι επόμενες επαφές με τον Patterson είχαν να κάνουν με τα πρώιμα επιδραστικά έργα του, τα οποία μανιωδώς αναζήτησα σε βιβλιοπωλεία και βιβλιοθήκες, ψάχνοντας κάθε γωνιά.
Παρά τη μεγάλη και πολυσήμαντη συνεισφορά του, ο Patterson παραμένει σχετικά άγνωστος, το έργο του βρίσκεται στο περιθώριο ενός κανόνα που ανέδειξε λιγότερο σημαντικές πρακτικές, ακόμα και στα πλαίσια του Fluxus. Είναι πράγματι εντυπωσιακό το γεγονός ότι το όνομα Ben Patterson καλύπτεται από ένα νέφος αφάνειας και σε κάνει να διερωτάσαι, ενώ τα ονόματα των George Brecht, Dick Higgins, Maciunas, Nam June Paik, Ben Vautier, Vostell και Emmett Williams είναι γνωστά σε όλους. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, και ειδικότερα για το τεράστιο και ισχυρό έργο που παρήγε ο Patterson πάνω από πέντε δεκαετίες, είχα προτείνει στον καλλιτεχνικό διευθυντή της documenta 14, Adam Szymczyk, να τον προσκαλέσουμε να συνεισφέρει στην έκθεση.
Η προτελευταία συνάντηση με τον Ben, στην Αθήνα στα μέσα Μαρτίου του 2016, ήταν και η πρώτη μου με τον ίδιο αυτοπροσώπως. Έδειξε περιέργεια για το πώς τον ανακαλύψαμε, εμφανώς έκπληκτος που αυτή η γενιά δείχνει πολύ μεγαλύτερο ενδιαφέρον για το έργο του από τις προηγούμενες. Μας μίλησε για το Lick Piece (1964) και για άλλα σπουδαία έργα του και κατόπιν προσπάθησε να ικανοποιήσει την περιέργειά μας να μάθουμε πώς συνδύαζε το Fluxus με το Βιζμπάντεν, συνοδεύοντας συχνά τα λόγια του με ένα πλατύ μειδίαμα ή μια έκρηξη γέλιου. Ήπιαμε τσάι, κρασί και φάγαμε ωραίο ελληνικό φαγητό συζητώντας για το νέο έργο που θα δημιουργούσε για την documenta 14. Η τελευταία μας συνάντηση στο Κάσελ κινήθηκε στο ίδιο μοτίβο. Φαινόταν γεμάτος ιδέες για το νέο αυτό έργο καθώς τριγυρνούσε στην πόλη παρέα με τους συναδέλφους της documenta 14, ακούγοντας προσεκτικά τις αφηγήσεις για τα διάφορα ιδρύματα και για την ιστορία της πόλης. Μας είπε ότι ανυπομονούσε να επιστρέψει για να υλοποιήσει το νέο του έργο. Μετά χάθηκε για πάντα…
Στο κείμενό της με τίτλο The Curious Case of Benjamin Patterson (Η παράξενη περίπτωση του Benjamin Patterson) η Valerie Cassel Oliver παραθέτει ένα απόσπασμα από τις σημειώσεις του Fred Moten για ένα δοκίμιο σχετικά με τον Patterson: «Ο Patterson εξαφανίζεται μεταξύ των περιορισμών που επιβάλλουν οι κώδικες ηθικής μιας αποϋλοποίησης. Αναδύεται ξανά με την επανέκδοση, την αναπαράσταση, την επανεκτέλεση, με την ηχογράφηση της ψηφιακής και κυβερνητικής (cybernetic) αναπαραγωγής – με τα παραοντολογικά υπόλοιπα των περφόρμανς του Patterson, οι οποίες παίρνουν τη μορφή μιας διαρκούς διαδοχής από απομεινάρια, από πειραγμένα, αστεία, τελειωμένα και καθόλου funky ψήγματα και κομμάτια από ψήγματα. Η ύλη είναι η αμηχανία της τέχνης. Η απόλαυση είναι η ντροπή της. Αυτή η διπλή έλλειψη νομιμοποίησης προδίδει τόσο πολλά από τα στοιχεία που αποθεώνονται κάτω από την ετικέτα του κινήματος Fluxus, το οποίο συνεχίζει τη συχνά ανειλικρινή αλλά επικερδή πορεία του λησμονώντας αυτό το γεγονός».1
Συνεπώς, αυτό το κείμενο δεν είναι νεκρολογία. Είναι μια (μερική) μαρτυρία της εξαφάνισης ενός ατόμου-θεσμού, η συνεισφορά του οποίου στις τέχνες υπήρξε το λιγότερο πρωτοποριακή, βαθιά επιδραστική και κρίσιμη, ποτέ όμως δεν κατέλαβε τη θέση που του άξιζε στο δημόσιο και καλλιτεχνικό πεδίο, αντίθετα από πολλούς συγχρόνους του. Αυτό το κείμενο πιστοποιεί την απώλεια ενός παλιού καουμπόι, οι ευεργεσίες του οποίου στα πλαίσια αυτού του «πιο σκοτεινού από τη θλίψη» χώρου εγγυώνται ότι η παρουσία του θα είναι για πάντα αισθητή πέρα από τις επανεκδόσεις, τις αναπαραστάσεις, τις εκτελέσεις, τις ηχογραφήσεις και τις αναπαραγωγές.