Ποια είναι η θέση της τέχνης στον κόσµο; Μπορούµε να περιµένουµε κάτι από αυτήν – και τι; Έχει η τέχνη πραγµατικούς στόχους ή κάποια επίδραση στην πραγµατικότητα; Ο Artur Żmijewski, που γεννήθηκε στη Βαρσοβία το 1966, απαντά σε τούτα τα ερωτήµατα προσδιορίζοντας και υιοθετώντας τόπους, διαµορφώνοντας τις προσδοκίες του και ορίζοντας τους στόχους του. Ο Bertolt Brecht πίστευε στη δύναµη του µοντάζ – στις αντιπαραθέσεις που κατακερµατίζουν τις πεποιθήσεις µας, χλευάζουν την εξουσία και δηµιουργούν το αδύνατο. Ο Żmijewski πιστεύει στην ισχύ µιας τέτοιας σύγκρουσης.
Αρχικά, το έργο του εξερευνούσε περιοχές που από πολιτιστικής άποψης ήταν εκτός ορίων, που ήταν λησµονηµένες ή καταπιεσµένες. Δεν δίστασε να ασχοληθεί µε τέτοιου είδους θέµατα παρουσιάζοντας περίεργα ανθρώπινα υβρίδια µε πολλά πόδια ή κεφάλια στο βίντεό του An Eye for An Eye (Οφθαλµόν αντί οφθαλµού, 1998) – όπου ακρωτηριασµένα ανθρώπινα κορµιά συµπληρώνονται από «υγιή» άκρα· όπως επίσης δεν αποτελεί ευφηµιστική συγκάλυψη ο τίτλος Singing Lesson 2 (Μάθηµα τραγουδιού 2, 2003) – η ηχογράφηση µιας από τις πλέον θαυµάσιες καντάτες του Bach που ερµηνεύεται από µια χορωδία κωφαλάλων. Στο δε έργο 80064 (2004) ο καλλιτέχνης έπεισε έναν πρώην φυλακισµένο στο Άουσβιτς-Μπιρκενάου να ρετουσάρει το παλιωµένο τατουάζ του µε τον αριθµό του από το στρατόπεδο συγκέντρωσης.
Στο µανιφέστο του που φέρει τον τίτλο «Applied Social Arts» (Εφαρµοσµένες κοινωνικές τέχνες, 2007) ο Żmijewski ασκεί κριτική στην εξύψωση, στην αυταρέσκεια και στην αποστασιοποίηση της τέχνης, στην αµνησία και στο σπαταληµένο δυναµικό της. Επιµένει ότι η τέχνη πρέπει να συνοδεύει τόσο την πολιτική όσο και τις επιστήµες, επειδή έχει κοινωνικό αντίκτυπο, παράγει γνώση και έχει τη δυνατότητα να επιφέρει αλλαγές. Αξιώνει να αντικαταστήσει τον «ιό» της θεωρίας της τέχνης –σύµφωνα µε την οποία η τέχνη παράγει γεγονότα «που µολύνουν διάφορα τµήµατα του κοινωνικού συστήµατος όπως οι ιοί µολύνουν έναν οργανισµό»– µε την εποικοδοµητική µέθοδο της τέχνης ως αλγορίθµου που θα οδηγήσει «το σύστηµα από την αρχική στην επιθυµητή τελική φάση».1
Αυτή η µέθοδος, έτσι όπως την εφαρµόζει ο Żmijewski, βασίζεται στο ότι ο καλλιτέχνης διαµορφώνει µια κατάσταση η οποία θα εξελιχθεί βάσει της δυναµικής µεταξύ των συµµετεχόντων. Το έργο του µε τίτλο Repetition (Επανάληψη, 2005) αναπαράγει το πείραµα του Philip Zimbardo που διεξήχθη το 1971, κατά το οποίο εθελοντές χωρίστηκαν σε δεσµοφύλακες και σε φυλακισµένους και τοποθετήθηκαν σε µια ψεύτικη φυλακή. Στο βίντεό του Them (Αυτοί, 2007) ο Żmijewski έρχεται αντιµέτωπος µε υπέρµαχους τεσσάρων διαφορετικών κοσµοθεωριών, πυροδοτώντας έτσι έναν οπτικό και λεκτικό δηµόσιο διάλογο πάνω σε θεµελιώδη κοινωνικά προβλήµατα.
Αυτές οι συγκρουσιακές δραστηριότητες, είτε τις εντάξουµε στην κατηγορία των «κοινωνικών πειραµάτων» είτε σε εκείνη των «σκηνοθετηµένων ντοκιµαντέρ», επιδιώκουν αφενός να ταρακουνήσουν τους συµµετέχοντες ώστε να αποστασιοποιηθούν από τις συνηθισµένες τους αντιδράσεις και ταυτίσεις, αλλά αφετέρου –σαν αλγόριθµος– να επιτύχουν ένα συγκεκριµένο (καλλιτεχνικό) αποτέλεσµα. Τα έργα του Żmijewski είναι αµφιλεγόµενα, προξενούν αµηχανία και αναµφίβολα αποδεικνύονται ένα γνωστικό εργαλείο που δηµιουργεί κλίµα κατάλληλο για συζήτηση. Ενίοτε µάλιστα, η δουλειά του λειτουργεί σαν σεισµογράφος – είναι ευαίσθητη σε ανεπαίσθητες δονήσεις και µετατοπίσεις που τα έργα του τις αναγνωρίζουν και τις καταγράφουν, προλέγοντας τους επερχόµενους σεισµούς.
Marta Dziewańska
1 A. Żmijewski, «Applied Social Arts», Krytyka Polityczna 11-12 (2007).