Ο Παρθενώνας χτίστηκε στην Αθήνα µε την παρότρυνση του Περικλή και υπό την επίβλεψη του γλύπτη Φειδία, µεταξύ 447 και 438 π.Κ.Ε. Το ύψος του είναι 10 µέτρα, ενώ το µήκος και το πλάτος του είναι 70 επί 30 µέτρα αντίστοιχα. Σκοπός της κατασκευής του ναού ήταν να στεγάσει το κολοσσιαίο χρυσό άγαλµα της θεάς Αθηνάς, καθώς επίσης και το ταµείο της Συµµαχίας της Δήλου, αλλά και τα αποθέµατα της πόλης σε ασήµι – σε περίπτωση επίθεσης από τους Πέρσες, αυτά τα πολύτιµα µέταλλα θα µπορούσαν να χρησιµεύσουν στην κοπή νοµισµάτων για τη χρηµατοδότηση του πολέµου. Ο Παρθενώνας, αφού κατά τον Μεσαίωνα και την Αναγέννηση µετατράπηκε σε χριστιανική εκκλησία και σε τζαµί αντίστοιχα, εκκοσµικευµένος πλέον στη σύγχρονη εποχή αποτέλεσε σύµβολο της δηµοκρατίας και της κυριαρχίας του δυτικού πολιτισµού.
H Marta Minujín, η οποία γεννήθηκε στο Μπουένος Άιρες το 1943, άδραξε αυτό το αισθητικό και πολιτικό αρχέτυπο της δηµοκρατίας για λογαριασµό των συνθηκών της δικής της ζωής, που έως το 1983 χαρακτηριζόταν από τη διαφθορά της «εθνικής καθολικής» δικτατορίας που βασίλευε στην Αργεντινή, και θέλησε να επαναφέρει το ιδεώδες της δηµοκρατίας τη στιγµή ακριβώς της πτώσης της στρατιωτικής χούντας. Το καλλιτεχνικό της εγχείρηµα αποτελούσε µέρος µιας σειράς έργων µε τίτλο La caída de los mitos universals, ή «Η πτώση των παγκόσµιων µύθων», το οποίο οικειοποιείται εµβληµατικά µνηµεία προκειµένου να τα αναπαραγάγει, να τα θρυµµατίσει και να τα αναδιανείµει στη δηµόσια σφαίρα. Κατά κάποιον τρόπο, η καλλιτέχνις αποκαθιστά τη θέση αυτών των συµβόλων –που µέσω της θεσµοποίησης και της κεφαλαιοποίησης έχουν αποκτήσει υλική υπόσταση– ως αναθηµάτων. Για το έργο El Partenón de libros (Ο Παρθενώνας των βιβλίων, 1983), 25.000 βιβλία, που ο στρατός τα κρατούσε κλειδωµένα σε κελάρια, κάλυψαν ένα αντίγραφο του ελληνικού οικοδοµήµατος. Αυτός ο Παρθενώνας, κατασκευασµένος από µεταλλικούς σωλήνες και τοποθετηµένος έτσι ώστε να έχει κλίση, τοποθετήθηκε σε µια πλατεία στη νότια πλευρά του Μπουένος Άιρες.
Τα µνηµεία της Minujín για τη δηµοκρατία και την παιδεία µέσω της τέχνης αναβιώνουν τις τελετουργίες των αρχαϊκών κοινωνιών – σε αντίθεση µε την απαγόρευση βιβλίων από τον στρατό της χούντας και µε την ιδιωτικοποίηση της δηµόσιας περιουσίας, που, µέσα από την κερδοσκοπία σε βάρος του εθνικού χρέους, ενθαρρύνει την περιστολή των υπηρεσιών του δηµόσιου τοµέα και δηµιουργεί κοινωνικές ελλείψεις. Στα έργα µαζικής συµµετοχής που επινοεί η Minujín ανακαλύπτει εκ νέου την αρχική αξία ενός συλλογικού θησαυρού και τον µετατρέπει κατά κάποιον τρόπο σε κεφάλαιο για µια πολιτιστική συναλλαγή χωρίς υπόλοιπο και χρέος. Περιορίζει την «καθετότητα» δηµόσιων οικοδοµηµάτων τα οποία ενσαρκώνουν την πολιτιστική κληρονοµιά ως προϊόν κατάσχεσης αλλά και αρτηριοσκλήρωσης. Αποσαθρώνει τους µύθους και ό,τι αυτοί αντιπροσωπεύουν. Προσδίδοντας κυριολεκτικά κλίση σε αυτά τα µνηµεία τούς προσφέρει τελικά νέο νόηµα, αλλά και µια νέα αισθαντικότητα.
Pierre Bal-Blanc