Η πρώτη µου συνάντηση µε τη Vivian Suter έγινε λαθραία: το όνοµά της εµφανίστηκε σε ένα ηλεκτρονικό µήνυµα που έλαβα από την documenta 14, κι όπως δεν γνώριζα κανέναν από τους συµµετέχοντες, µε κατέλαβε η περιέργεια να δω ποιοι ήταν κάποιοι από αυτούς. Πληκτρολόγησα το όνοµά της στη µηχανή αναζήτησης στο διαδίκτυο κι αµέσως η οθόνη µου πληµµύρισε από φωτογραφίες µε πίνακές της, άγριους και ολοζώντανους, στρώµατα από χρώµα επάνω σε τσαλακωµένους καµβάδες, κάποιοι από αυτούς ριγµένοι επάνω σε άλλους και µερικοί να ξεδιπλώνονται από τον τοίχο σαν πάπυροι. Τα έργα της, εµπνευσµένα από το Παναχατσέλ της Γουατεµάλας, την πόλη όπου η ζωγράφος ζει εδώ και περισσότερα από 30 χρόνια, τριγυρισµένη από φοίνικες και πλούσια χλωρίδα, αργότερα θα κοσµούσαν χώρους τέχνης υπενθυµίζοντας τον τόπο της καταγωγής τους.
Η ζωγραφική είναι εργασία και πιθανόν δύο φορές πιο σκληρή σ’ ένα τόσο ζεστό κλίµα, αλλά η Vivian βρήκε έναν τρόπο να ελίσσεται ανάµεσα στις εναλλαγές του εδάφους και του καιρού. Πολλές από τις φωτογραφίες της δουλειάς της παρουσιάζουν τους πίνακες ενώ είναι ακόµη σε φάση δηµιουργίας, άλλους µέσα σε κάποιο ευάερο εργαστήρι, ορισµένους στο ύπαιθρο ή σε µια βεράντα µε τη βλάστηση να σκαρφαλώνει και να αγκαλιάζει σχεδόν όλους τους καµβάδες. Μερικοί πίνακες µοιάζουν να έχουν επάνω τους ίχνη από τυφώνες και πληµµύρες, κι ακριβώς αυτό είναι που τους κάνει πιο όµορφους, διότι η ζωγράφος συγχρωτίζεται µε τις νεροποντές και τη λάσπη· προσκαλεί τον χρόνο να δράσει στους καµβάδες της όπως το οξύ που τρώει τη µεταλλική πλάκα στη χαρακτική. Στο έργο της υποκρύπτεται µια πρακτική επίµονου πειραµατισµού και ένας εναγκαλισµός µε τη φθορά.
Η Suter γεννήθηκε στο Μπουένος Άιρες, τέσσερα χρόνια µετά τη λήξη του Β΄ Παγκόσµιου Πολέµου, από Ευρωπαίους γονείς που βρέθηκαν εκεί εξόριστοι. Σε ηλικία 13 ετών επέστρεψε στη Βασιλεία της Ελβετίας και παραµένει συνδεδεµένη τόσο µε την πόλη όσο και µε την καλλιτεχνική της σκηνή. Παρ’ όλα αυτά, σε ένα ταξίδι της στη Βόρεια και στην Κεντρική Αµερική το 1983 βρήκε την αγάπη κι έτσι ρίζωσε στις όχθες της λίµνης Ατιτλάν. Από το 2007 ζει κι εργάζεται εκεί δίπλα στη µητέρα της, την καλλιτέχνιδα Elisabeth Wild.
Πρωτοσυνάντησα τη Vivian στην αίθουσα υποδοχής ενός ξενοδοχείου στην Αθήνα και τη συµπάθησα αµέσως. Είναι χαµηλών τόνων, ευγενική και γαλήνια και αποπνέει µια αίσθηση ότι έχει ζήσει πολλά. Στις τέσσερις µέρες που ακολούθησαν γνωριστήκαµε καλύτερα, πήγαµε µαζί για φαγητό, επισκεφθήκαµε αρχαιολογικούς χώρους και παρατηρήσαµε άδειες βιτρίνες καταστηµάτων. Εδώ η Vivian άλλαξε ρυθµό: προσηλώθηκε στην επιλογή του χώρου που θα έστηνε τη δουλειά της και ήταν προφανές για ποιο λόγο. Οι πίνακές της έχουν πολύ έντονη παρουσία στον χώρο, τον διχοτοµούν, τον διακόπτουν και συνοµιλούν µαζί του µε τρόπο καθοριστικό, του αλλάζουν µορφή, µοιάζουν µε ζωντανή πρόσκληση για το σώµα και τις αισθήσεις.
Moyra Davey