Τι κοινό µπορεί να έχουν ένα διαφηµιστικό της δεκαετίας του ’80 στο οποίο µια ξανθιά γυναίκα και ένας ξανθός άντρας παίζουν µετά µανίας κάτι µεταξύ ρακετών και softball σε µια παραλία κοντά στην Αθήνα, στον ρυθµό του τραγουδιού των Dead Κennedys «California Über Alles», µε µια διαφήµιση όπου µια νεαρή νοικοκυρά καθαρίζει µε µανία τα ήδη πεντακάθαρα παράθυρά της µε µια έκφραση που προδίδει την αίσθηση νιρβάνας; Και πώς θα κόλλαγε σε αυτά µια προπαγανδιστική ταινία µικρού µήκους από τα χρόνια της χούντας στην Αθήνα (1967-74), στην οποία µια οικογένεια, καθώς περπατάει µέσα σε ένα µουσείο ελληνικής ιστορίας, συζητάει την έννοια της «πατριωτικής αυτοθυσίας» ενώ τα λόγια των πρεσβυτέρων και των παπάδων αρχίζουν να ακούγονται σαν σατανικοί στίχοι; Επιπλέον, πώς σχετίζονται όλα αυτά µε τη µαγνητοσκοπηµένη περιήγηση ενός εθνοµουσικολόγου, του Λιβανεζοαµερικανού µουσικού της underground σκηνής Alan Bishop –µέλους της θρυλικής µπάντας Sun City Girls και συνιδρυτή της δισκογραφικής εταιρείας Sublime Frequencies–, ο οποίος αποφάσισε να µετακοµίσει στο Κάιρο λίγο καιρό µετά την εξέγερση του 2011 για να συνεργαστεί µε ντόπιους µουσικούς;
Αν και φαινοµενικά µοιάζει να µην υπάρχει συνοχή µεταξύ τους, ουσιαστικά όλα αυτά αποτελούν αποσπάσµατα της ίδιας διαδροµής: της διαρκούς έρευνας και παρεµβατικής παρατήρησης της «ιστορίας» από τη Μαρίνα Γιώτη. Επηρεασµένη από την ηθική του punk, η καλλιτέχνις, που γεννήθηκε το 1972 και ζει στην Αθήνα, υιοθετεί εναλλακτικές µεθοδολογίες αποκαλύπτοντας παράλληλες αφηγήσεις στα επίσηµα καταγεγραµµένα γεγονότα. Συχνά επεξεργάζεται πλάνα από την τηλεόραση και το σινεµά, τα οποία «τυχαία βρίσκονται» στον δρόµο της, προκειµένου να ρίξει φως σε ξεχασµένες πτυχές της ιστορίας και να τις επανερµηνεύσει µε κριτική διάθεση. Σκοπός της δεν είναι µόνο να σχολιάσει την κατασκευή του παρελθόντος, αλλά και να ερευνήσει την επινοηµένη ιστορία του παρόντος.
Τα έργα της Γιώτη καταγγέλλουν το δίπολο τοπικότητα-παγκοσµιοποίηση – είτε αναφέρονται στο σύνδροµο του «αµερικανικού ονείρου» είτε στο στερεότυπο της «καλής νοικοκυράς», στην άποψη ότι αποκλειστικά η Εκκλησία ανέλαβε τη διατήρηση της ελληνικής γλώσσας κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας ή στην ηχογράφηση ενός δίσκου εν µέσω πολιτικής αστάθειας στην Αίγυπτο. Ταυτόχρονα σχολιάζουν τη σχιζοφρένεια που µπορεί να επιφέρει ένα τέτοιο δίπολο, ειδικά όταν πρόκειται για πραγµατικότητες σαν αυτή της Ελλάδας· µιας χώρας που, ενώ µοιράζεται έντονες πολιτισµικές συγγένειες µε την Αφρική, τη Μέση Ανατολή και την ευρύτερη Ανατολή, έχει «ερµηνευτεί» επίσης ως λίκνο του δυτικού πολιτισµού.
Μαρίνα Φωκίδη