To 1711, σε ένα δοκίµιό του στο περιοδικό The Spectator ο Joseph Addison όρισε το παιχνίδι µε τις λέξεις ως ένα είδος «ψευδεπίγραφης ευφυΐας», ένα βίαιο «λεκτικό συνονθύλευµα […] γνωστό κοινώς ως Λογοπαίγνιο». Η κίβδηλη φύση τέτοιων ευφυολογηµάτων αποδείχθηκε από την ηχητική κενότητα του επονοµαζόµενου «Λογοπαιγνίου» – του ενοίκου ενός εύθραυστου εννοιολογικού περιβλήµατος µε απήχηση µόνο στους «Θαυµαστές Πληβειακών Αναγνωσµάτων» οι οποίοι «προτιµούν το Αστειολόγηµα, τη Φαιδρολογία και το Επίγραµµα, αντί της νοηµατικής Μεστότητας και της κοµψής Έκφρασης».
Έπρεπε να µεσολαβήσει ενάµισης αιώνας ώστε η εικαστική αβανγκάρντ να απογαλακτιστεί από αυτή την κοµπαστική ρητορική – η πρώτη (κάθε άλλο παρά) σοβαρή απόπειρα έγινε στους κύκλους των συµβολιστών, στο Παρίσι της δεκαετίας του 1880, όταν µια οµήγυρη πολυµήχανων ανθρώπων των γραµµάτων ενσωµάτωσε λογοπαίγνια σε διάφορες σατιρικές εκδοχές εικαστικών έργων· αντιπροσωπευτικότερο παράδειγµα ήταν οι γεµάτοι ευθυµολογήµατα κατάλογοι που δηµιουργήθηκαν για τις εκθέσεις καλλιτεχνών των Arts incohérents, του καλλιτεχνικού κινήµατος που ίδρυσε ο Jules Levy το 1883.
Ο Piotr Uklański, που γεννήθηκε στη Βαρσοβία το 1968, είναι συνεχιστής αυτής της προέλευσης, η οποία, εναρµονισµένη µε τους «ακουστικούς δίσκους» του Tristan Tzara –αλλά όχι µε τις εµµονικές σπείρες και τις επαναλήψεις του Marcel Duchamp ή µε τα λεκτικά όρη του Robert Smithson–, εκµηδενίζει την απόσταση µεταξύ µπαναλιτέ και διαφορετικότητας.
Αυτή τη συνέχεια την παρατηρούµε στην οµάδα άλµατος µε σκι του Uklanski ονόµατι «Boltanski… Polanski… Uklanski», τυπωµένη σε µπλουζάκια, γραµµένη µε γκράφιτι πάνω σε τοίχους γκαλερί και πλάι σε εκκλησιαστικά αντικείµενα στο Polmart (2007). Το έργο, πριν από την προσθήκη της χιονοδροµικής του διάστασης, περιλάµβανε µόνο τα µικρά ονόµατα –Christian, Roman, Piotr– γραµµένα πάνω σε πανό πριν από µια δεκαετία. Μια θρησκεία, µια αυτοκρατορία, και… τι άλλο;… ένα πετρωµένο;
Το µαύρο χιούµορ της το συναντάµε στην έκθεση του Uklański The Nazis (Οι ναζί, 1999), ένα λεπορέλο αρρενωπών ειδώλων, στιγµιοτύπων διαποτισµένων από βαµπιρική σαγήνη και οµοερωτικού φετιχισµού για τα στρατιωτικά διακριτικά – συστάδες φωτογραφιών αξιωµατικών της Wehrmacht και των SS παραταγµένες σαν σε λίστα υπόπτων της σήµανσης η οποία αποτελείται αποκλειστικά από την αφρόκρεµα επιφανών πρωταγωνιστών· από τον Marlon Brando έως τον Michael Caine.
O joie de vivre χαρακτήρας της εµφανίζεται αρχικά στην έκθεση The Joy of Photography (Η χαρά της φωτογραφίας, 1997-2007)· ένα µανιφέστο τεχνικής δεινότητας το οποίο µοιάζει µε φωτογραφική εκδοχή ζωγραφικής µε αριθµούς όπου το εγχειρίδιο οδηγιών διεισδύει στον χώρο της υψηλής τέχνης και η ερασιτεχνική καλλιτεχνική έκφραση µπολιάζεται µε τις εµπορικές επιταγές. Σε αυτή τη σειρά έργων οι παρεκκλίνουσες απεικονίσεις τετριµµένων θεµάτων, όπως οι καταρράκτες και τα ηλιοβασιλέµατα, συνιστούν αυθάδη αντίλογο στη σύγχρονη τάση η οποία θέλει τη φωτογραφία στεγνό φορέα πληροφοριών ή ενταγµένη σε ένα ηµερολογιακό πλαίσιο. Οι εικόνες καλλιεργούνται και συγκεντρώνονται µε τις τεχνικές δυνατότητες που προσφέρει η φωτογραφική µηχανή, όπως τις χρησιµοποιεί ένας από τους επιφανέστερους χειριστές της.
Ωστόσο, µέσα σε αυτή τη «χαρά» ένας πυρήνας κάθαρσης είναι συνυφασµένος µε το χιούµορ· γιατί ακριβώς τη λυτρωτική έκλυση συναισθήµατος ο Freud την τοποθέτησε στο κέντρο της κοινωνικής λειτουργικότητας του αστείου.
John C. Welchman