Τι µπορεί να κάνει σήµερα η αφηρηµένη ζωγραφική; Μπορεί να αναβιώσει τις προσδοκίες χειραφέτησης του µοντερνισµού ή να υλοποιήσει το ριζοσπαστικό δυναµικό του σε νέα πλαίσια; Μπορεί να καταστήσει προφανή τα «τυφλά σηµεία» της αφηρηµένης τέχνης ή τους ιδεολογικούς περιορισµούς που αναµφισβήτητα ανέκοψαν τη δική της επαναστατική αποστολή; Μπορεί να διεκδικήσει τη σύγχρονη αυτοαναφορική κριτική θεώρηση αποκαλύπτοντας τα παράδοξα που βρίσκονται ενσωµατωµένα στις δικές της ιστορίες;
Η R. H. Quaytman, η οποία γεννήθηκε στη Βοστόνη το 1961, θέτει αυτά τα ερωτήµατα µέσω µιας πρακτικής που έχει τη µορφή ενός επαναλαµβανόµενου συνόλου βασικών κανόνων που εκτελούνται σε διαφορετικά θεσµικά και πολιτισµικά πλαίσια. Από το 2001 η καλλιτέχνις δηµιουργεί έργα ζωγραφικής των οποίων οι διαστάσεις ακολουθούν τον χρυσό κανόνα και συναντιούνται σε δέκα µεγέθη ανάλογα µε τις διαστάσεις «εµφώλευσης»· πάνελ από κόντρα πλακέ µε λοξοτµηµένες άκρες και βάση από γκέσο, στρώσεις από εικόνες ζωγραφισµένες στο χέρι, µεταξοτυπίες φωτογραφιών ή µοτίβα. Το έργο διαµορφώνεται σαν βιβλίο, µε εξελισσόµενα «κεφάλαια» που είναι ειδικά σχεδιασµένα για κάθε εκθεσιακό χώρο και συχνά παίρνουν τη µορφή εγκαταστάσεων. Ορισµένα στοιχεία από κάθε κεφάλαιο µεταναστεύουν στο επόµενο, λειτουργώντας σαν συνδετικοί κρίκοι ανάµεσα στις αφηγήσεις.
Σε αυτό το συστηµατικό σύνολο κανόνων η επανάληψη και η αναπαραγωγή εµφανίζονται ως προϋποθέσεις για το ενδεχόµενο ενός νέου σχηµατισµού, ενώ παράλληλα κάθε έργο ζωγραφικής τοποθετείται τόσο ως µοναδική «φράση» όσο και ως ανεπανάληπτο «γεγονός». Η Quaytman επιτελεί διπλή λειτουργία –µια ξαναδηλωµένη ιστορία και µια πρωτότυπη δράση οµιλίας– πάνω στη γλώσσα της ζωγραφικής αφαίρεσης. Μετακινούµενη µέσα από τα θραύσµατα µιας ζωγραφικής ιστορίας που εµφανίστηκε στις αρχές του 20ού αιώνα για να αµφισβητήσει έναν µοντερνισµό εν τω γεννάσθαι, η Quaytman φιλτράρει επίσης αυτή την ιστορία µέσα από σύγχρονα υλικά και τεχνικές µαζικής αναπαραγωγιµότητας, αλλά και τους υφιστάµενους περιορισµούς στην εικόνα και στην προσωποποίηση.
Στο Κάσελ η Quaytman παρουσιάζει το έργο הקק, Chapter 29, Part 2 (הקק, Κεφάλαιο 29, Μέρος 2), το οποίο έχει ως σηµείο εκκίνησης την καταγοήτευσή της από το φηµισµένο έργο του Paul Klee Angelus Novus (Νέος Άγγελος, 1920). Πρωτύτερα, στο Part 1 (Μέρος 1, 2015), η µονοτυπία ήταν το εφαλτήριο για την καλλιτέχνιδα ώστε να διερευνήσει τη φιλία ανάµεσα στους φιλοσόφους Walter Benjamin και Gershom Scholem, καθώς και την αµφιλεγόµενη σχέση ανάµεσα στον υλισµό και στον µυστικισµό στον πυρήνα του µοντερνισµού. Η τρέχουσα επανάληψη προέκυψε από την ανακάλυψη ότι ο Άγγελος του Κlee είχε δηµιουργηθεί πάνω σε µια αναπαραγωγή ενός πορτρέτου του Λούθηρου που είχε ζωγραφίσει ο Lucas Cranach ο Πρεσβύτερος τον 19o αιώνα. Στην Αθήνα τα έργα της Quaytman σχετίζονται µε τους µύθους των Αµαζόνων, των Περσών και των Γιγάντων, καθώς και µε το µαντείο των Δελφών· σκοπός τους είναι να µεταθέτουν και να συσσωρεύουν έννοιες σε µελλοντικά κεφάλαια. Πράγµατι, εάν η ζωγραφική έχει ακόµη τη δύναµη να δηµιουργεί ένα κοινωνικό φαντασιακό, τότε η πρακτική της Quaytman υποδηλώνει ότι πρωταρχικό καθήκον της είναι να συνεχίσει να αναπαράγει την ετερογένεια της αφαίρεσης σε µια διαρκώς εκτυλισσόµενη πραγµατικότητα.
Nuit Banai