Το Μουσείο Μπενάκη ιδρύθηκε το 1930 από τον συλλέκτη Αντώνη Μπενάκη, γόνο επιφανούς οικογένειας της ελληνικής διασποράς. Ο πατέρας του Εμμανουήλ Μπενάκης ήταν Έλληνας έμπορος και πολιτικός που μετανάστευσε στην Αλεξάνδρεια όπου απέκτησε περιουσία με το εμπόριο βαμβακιού. Αφότου επέστρεψε στην Αθήνα, το 1914 ο Εμμανουήλ εκλέχθηκε δήμαρχος της πόλης και συνέβαλε στην εγκατάσταση των προσφύγων που συνέρευσαν στην Αθήνα μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή. Είχε έξι παιδιά, ανάμεσα στα οποία ήταν η συγγραφέας Πηνελόπη Δέλτα και ο Αντώνης, ο οποίος γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια όπου και ξεκίνησε τη συλλογή του. Στα τέλη της δεκαετίας του 1920 κι αφού εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα, ο Αντώνης Μπενάκης δώρισε ολόκληρη τη συλλογή του στο ελληνικό κράτος. Το Μουσείο Μπενάκη που προέκυψε από τη συλλογή παραμένει από τα σημαντικότερα μουσεία της χώρας, με έξι μουσειακά παραρτήματα, τέσσερα αρχειακά παραρτήματα και μια εκτενή βιβλιοθήκη. Σήμερα η συλλογή υπερβαίνει τα 500.000 αντικείμενα, που καλύπτουν όλο το φάσμα της ελληνικής τέχνης και του πολιτισμού, καθώς επίσης και έργα ισλαμικής, προκολομβιανής, αφρικανικής και κινεζικής τέχνης. Το μουσείο προσφέρει μια μοναδική αφήγηση του ελληνικού πολιτισμού και ερμηνεία των καλλιτεχνικών και πνευματικών του πτυχών, θέτοντάς τον σε συνεχή διάλογο με την εξέλιξη του κόσμου σε ευρύτερο πλαίσιο.
Η documenta 14 ανοίγει διάλογο με τέσσερα παραρτήματα του μουσείου: το Κτηριακό Συγκρότημα Κεραμεικού, που στεγάζει τις συλλογές ισλαμικής τέχνης, την Πινακοθήκη Νίκου Χατζηκυριάκου-Γκίκα, το Κέντρο διατήρησης παραδοσιακών τεχνικών κλωστοϋφαντουργίας Μέντης και το νέο Κτήριο της οδού Πειραιώς, όπου φιλοξενείται σημαντικό μέρος των εκθεμάτων της documenta 14. Το κτίριο είναι αρχιτεκτονικά «εσωστρεφές», καθώς ο κυρίως εκθεσιακός χώρος αναπτύσσεται περιμετρικά και «βλέπει» μέσω ανοιγμάτων στο κεντρικό αίθριο. Σε αυτό το παράρτημα του Μουσείου Μπενάκη, που μέχρι στιγμής διατίθεται για την παρουσίαση ποικίλων προγραμμάτων περιοδικών εκθέσεων, πέρα από το πεδίο της μόνιμης συλλογής του Μουσείου Μπενάκη δίνεται η ευκαιρία να διερευνηθούν ανείπωτες, ημιτελείς ή παραγνωρισμένες ιστορίες αλλά και καινοτόμες μουσειολογικές ιδέες, όπως αυτές προτείνονται από τους ίδιους τους καλλιτέχνες.