Nací en Viena (Austria) el 6 de febrero de 1922. En 1938 emigré con mis padres, Franz und Stefanie Pollak, a la Argentina, a Buenos Aires. Aprendí a pintar con un artista de la Academia de Arte de Viena, Eichhorn. En el Círculo de Bellas Artes de Buenos Aires dibujé desnudos con un maestro. Pude participar en exposiciones en Buenos Aires y Mar del Plata. Me ganaba la vida haciendo diseños para imprimir sobre tela. Así conocí a mi esposo, August Wild, de nacionalidad suiza. Tuvimos una hija, Vivian, que nació en 1949. En 1962 nos mudamos a Basilea, Suiza. Allí abrí una tienda de antiguedades en un edificio histórico. En 1996 me trasladé a Panajachel (Guatemala) para vivir con mi hija, donde participé en varias exposiciones. Mis trabajos más recientes son collages.
Αυτή είναι η ιστορία της Elisabeth Wild, όπως την αφηγήθηκε η ίδια το 2012, µέσα σε 12 συµπυκνωµένες προτάσεις στα ιδιότυπα ισπανικά της. Η πλούσια βιογραφία της καλύπτει τον µακρύ 20ό αιώνα, αρχής γενοµένης στη Βιέννη, όπου εκείνη κι η οικογένειά της, Εβραίοι οινέµποροι, κατάφεραν να καταφύγουν στην Αργεντινή γλιτώνοντας απ’ τον ναζισµό. Εκεί ασχολήθηκε βιοποριστικά µε το υφαντουργικό σχέδιο και παντρεύτηκε τον βιοµήχανο August Wild. Εκεί γεννήθηκε και η κόρη τους η Vivian. Το πολιτικό κλίµα που επικράτησε λόγω της δεξιάς πολιτικής του Juan Peron ανάγκασε την οικογένεια να µετακοµίσει στη Βασιλεία το 1962. Εκεί η Wild άνοιξε ένα κατάστηµα µε αντίκες. Το 1996 επέστρεψε στη Λατινική Αµερική µε τη Vivian (Suter) για να ζήσουν στο Παναχατσέλ, στη λίµνη Ατιτλάν. Εκεί, παρά τη γαλήνια οµορφιά της απλής ζωής και εργασίας στις παρυφές ενός τροπικού δάσους, µητέρα και κόρη ήρθαν αντιµέτωπες µε φυσικές καταστροφές και την ανθρώπινη σκληρότητα: τυφώνες και λασπολισθήσεις προκάλεσαν ζηµιές στο κτήµα τους και ντόπιοι έµποροι ναρκωτικών εξακολουθούν να αποτελούν απειλή τόσο για τους χωρικούς όσο και για τους γκρίνγκο.
Τελευταία η Wild καταπιάνεται µε το κολάζ. Το ξεφύλλισµα περιοδικών lifestyle και η επιλογή αποκοµµάτων αποτελεί για εκείνη µια στοχαστική καθηµερινή άσκηση που µορφοποιεί την εσώτερη εµπειρία, επιτρέποντας τη φυγή από καθετί γνωστό. Κρυσταλλικές αρχιτεκτονικές δοµές από γυαλιστερά αποκόµµατα γεµίζουν τη µια σελίδα µετά την άλλη – η Wild πραγµατεύεται κυρίως τον άψυχο, κατασκευασµένο και ανόργανο κόσµο. Το έργο αναδύεται ως ίζηµα µετά την επεξεργασία της εικονογραφίας του cool chic. Σχεδόν οτιδήποτε µπορεί να τραβήξει την προσοχή της Wild, από διαφήµιση για κραγιόν µέχρι διακόσµηση πολυτελών χώρων και αξεσουάρ µόδας. Η στρατηγική της θυµίζει µανιακό συλλέκτη: συλλέγει θραύσµατα εγκόσµιας λάµψης και χλιδής για να τα απελευθερώσει από το εµπορευµατικό σύστηµα και για να µετατρέψει υπερβολικά γνώριµες φωτογραφίες σε νέες εικόνες. Οι καλειδοσκοπικοί κόσµοι της Wild –που τους ονοµάζει Fantasías– ασκούν µια ολότελα δική τους, ξεχωριστή σαγήνη.
Adam Szymczyk