Η δουλειά του Dan Peterman κινείται στο σηµείο όπου τέµνονται τα ζητήµατα της κλασικής γλυπτικής ως προς τη φόρµα, τη µάζα και τον όγκο µε τα πιεστικά κοινωνικοοικονοµικά και οικολογικά προβλήµατα των αρχών της δεκαετίας του ’80, τότε που ο καλλιτέχνης µετακόµισε σε ένα πρώην εργοστάσιο ανακύκλωσης στην περιοχή Σάουθ Σάιντ του Σικάγου, όπου έκτοτε είναι το εργαστήρι του – τµήµα ενός ευρύτερου συγκροτήµατος µε την ονοµασία Experimental Station (Πειραµατικός Σταθµός) που αποδείχθηκε σηµαντικό κέντρο ανάπτυξης του φαινοµένου που αποκαλείται «κοινωνική πρακτική» στη σύγχρονη τέχνη, µε την οποία έχει τόσο στενά συνδεθεί η πόλη του Σικάγου.
Το ενδιαφέρον του Peterman για τις εναλλακτικές οικονοµίες και για τη λογική της κυκλοφορίας και ανακύκλωσης [ιδεών και υλικών αντικειµένων] τον ώθησαν να επικεντρωθεί σε δύο υλικά που αµφότερα φέρουν µια βαθιά καλλιτεχνική και ιστορική σηµασία, ενώ ο συνδυασµός τους αντικατοπτρίζει τη φορτισµένη οικονοµική σχέση ανάµεσα στη Γερµανία και στην Ελλάδα: το ατσάλι και τον χαλκό.
Μια τυχαία συνάντηση µε ένα κυπριακό αγαλµατίδιο, που αναφέρεται ως «Κερασφόρα οπλισµένη ανδρική µορφή σε σχήµα ταλάντου χαλκού» (η Κύπρος ήταν η κυριότερη πηγή του χαλκού που κυκλοφορούσε στην Ανατολική Μεσόγειο της αρχαιότητας), έστρεψε την προσοχή του Peterman προς την ιδέα της ταλάντου χαλκού ως µιας µονάδας ή αρχετύπου, ως µιας βασικής υλικής φόρµας – ουσιαστικά, ενός άλλου είδους νοµίσµατος σε µια παγκόσµια οικονοµία που παραµένει αιωνίως εγκλωβισµένη ανάµεσα στην ψευδή υπόσχεση της απεξάρτησής της από τους υλικούς πόρους και στη θηριώδη πραγµατικότητα του αµείωτου υλισµού του κόσµου.
Οι περιηγήσεις του δηµιουργού στις ιστορικές τοποθεσίες βιοµηχανικής ισχύος της Γερµανίας του παρελθόντος και του παρόντος (όπως είναι τα χαλυβουργεία στο Ζάαρλαντ, όπου παράγονται µερικά από τα µεγαλύτερα γλυπτά εξωτερικού χώρου στον κόσµο, καθώς επίσης και οι βιοµηχανικές ζώνες στο Κάσελ, που έπαιξαν σηµαντικό ρόλο στο πολυτάραχο στρατιωτικό παρελθόν της χώρας), αλλά και στο υπογάστριο της αθηναϊκής οικονοµίας ρακοσυλλεκτών κατέληξαν σε µια σειρά επιτόπιων παρεµβάσεων, από ένα χυτήριο χαλκού µέχρι ράβδους σιδήρου, που ο δηµιουργός προµηθεύτηκε από ένα εργοστάσιο µε εξειδίκευση στην ανακύκλωση ρινισµάτων σιδήρου, οι οποίες είναι διάσπαρτες σε όλο το εύρος του εκθεσιακού χώρου, έτσι ώστε να δηµιουργούν συνειρµούς µε τις µνήµες του κλασικού αµερικανικού µινιµαλισµού, ενώ ταυτόχρονα να κάνουν αναφορές σε µια διαρκή ροή «υλικών» που συντηρούν την παγκόσµια οικονοµία. Και ασφαλώς, είναι προφανές ότι σε αυτούς τους καιρούς βίαιων αναταραχών σε παγκόσµιο επίπεδο στη σκέψη µας αντηχούν τα αθάνατα λόγια του Otto von Bismarck, πατέρα του σύγχρονου γερµανικού κράτους: «Τα µεγάλα προβλήµατα της εποχής µας δεν θα λυθούν µε οµιλίες και ψηφοφορίες… αλλά µε αίµα και σίδερο».
Dieter Roelstraete