Λίγοι κινηµατογραφιστές έχουν καταφέρει τα τελευταία χρόνια να συνδυάσουν πραγµατική καινοτοµία και προγραµµατική θέση απέναντι στην κινηµατογραφία όπως η Véréna Paravel και ο Lucien Castaing-Taylor. Στην προσπάθειά τους να επανεφεύρουν τη σχέση ανάµεσα στα δύο πεδία ενδιαφέροντός τους, την ανθρωπολογία και το σινεµά, εγκαθίδρυσαν ένα πειραµατικό εργαστήριο και σχολή στο Πανεπιστήµιο του Χάρβαρντ, το Sensory Ethnography Lab (Αισθητηριακό Εθνογραφικό Εργαστήριο). Οι ταινίες που παράγονται στο εργαστήριο ακολουθούν µια αποκεντρωµένη, µη ανθρωποκεντρική προσέγγιση όσον αφορά την οπτική πρακτική της κινούµενης εικόνας. Η κάµερά τους δεν εστιάζει τον φακό πρωτίστως σε ανθρώπους ως τα προνοµιακά δρώντα υποκείµενα του κόσµου αλλά στον ιστό των σχέσεων συναισθηµατικής επήρειας ανάµεσα στα φυσικά στοιχεία, στα ζώα, στην τεχνολογία και στους υλικούς βιοκόσµους µας.
Οι «µη αφηγηµατικές εποποιίες» τους είναι στοχαστικά, υπνωτικά ταξίδια στις αθέατες και ανοίκειες όψεις του περιβάλλοντός µας. Φέρνουν στην επιφάνεια µια διαφορετική διάταξη των αρχών γνώσης και κινηµατογραφικής γλώσσας, µια µη σηµαίνουσα και µη ιεραρχική διάταξη. Το Leviathan (Λεβιάθαν, 2012) της Paravel και του Castaing-Taylor, λόγου χάρη, είναι µια µελέτη της σχέσης ανθρώπου και θάλασσας που προκαλεί ίλιγγο, καθώς για να γυριστεί εξόπλισαν µια ψαρόβαρκα µε πολυάριθµες κάµερες και µηχανισµούς. Η ταινία επιτυγχάνει µια αποκέντρωση που φέρνει στον νου µυθολογίες της θάλασσας, ενώ συγχρόνως καταπιάνεται µε πιεστικούς σύγχρονους προβληµατισµούς αναφορικά µε τη θέση του ανθρώπου στο σύµπαν καθώς και στο πλαίσιο µιας µελλοντικής οικολογίας.
Η Paravel γεννήθηκε το 1971 στο Νοσατέλ της Ελβετίας και ο Castaing-Taylor το 1966 στο Λίβερπουλ. Στην documenta 14 θα παρουσιάσουν τις δύο καινούριες τους εγκαταστάσεις µε ταινίες: στο Somniloquies (Υπνολαλίες, 2017) η κάµερά τους κινείται πάνω από κοιµισµένα, απροστάτευτα γυµνά σώµατα ενώ το ηχητικό υλικό αναµεταδίδει την υπνολαλία, τις νυχτερινές εικοτολογίες και τις ονειρικές αφηγήσεις του Dion McGregor, ενός γκέι Αµερικανού στιχουργού του οποίου τα παραισθησιακά, σκαµπρόζικα και σαδιστικά όνειρα ηχογραφούνταν από τον συγκάτοικό του στη Νέα Υόρκη επί µια επταετία κατά τη δεκαετία του 1960. Η δεύτερη εγκατάστασή τους επικεντρώνεται στην αµφιλεγόµενη προσωπικότητα του Issei Sagawa, ο οποίος έγινε διαβόητος το 1981, όταν, ως φοιτητής στο Παρίσι, δολοφόνησε µια συµφοιτήτριά του και στη συνέχεια επιδόθηκε σε κανιβαλισµό. Όταν πήρε εξιτήριο από το ψυχιατρείο, ο Sagawa επέστρεψε στην Ιαπωνία και στη συνέχεια εµφανίστηκε σε αναρίθµητα ντοκιµαντέρ και ταινίες sexploitation. Σε αντίθεση µε προγενέστερα δηµοσιογραφικά ντοκιµαντέρ µε θέµα τον Sagawa, η ταινία της Paravel και του Castaing-Taylor αποφεύγει να προβεί σε ηθικές κρίσεις και εξερευνά ένα πεδίο που ανθίσταται στην ταξινόµηση είτε ως «ντοκιµαντέρ» είτε ως «καθαρή µυθοπλασία», καταλαµβάνοντας µια θέση στην αµφίσηµη επικράτεια µεταξύ αστυνοµικού, φανταστικού και κοινωνικής πραγµατικότητας, µεταξύ ενός ατόµου και της οικονοµίας του δηµόσιου προσώπου του. Η δική τους κινηµατογράφηση αποδίδει ουσιωδώς τα στοιχεία της φύσης και της κουλτούρας…
Hila Peleg