Η Lorenza, που γεννήθηκε Ernst Lorenz Böttner το 1959, ήταν τέκνο μιας οικογένειας γερμανικής καταγωγής στο Πούντα Αρένας της Χιλής. Σε ηλικία οκτώ ετών υπέστη ηλεκτροσόκ όταν σκαρφάλωσε σε έναν πυλώνα, με αποτέλεσμα να χάσει και τα δυο του χέρια από τους ώμους και κάτω. Επέστρεψε στη Γερμανία με τη μητέρα του/της προκειμένου να υποβληθεί σε μια σειρά πλαστικές εγχειρήσεις. Το 1973 εγκαταστάθηκαν στο Λιχτενάου, μια πόλη κοντά στο Κάσελ. Ο/η Böttner μεγάλωσε με «αναπηρία» και υπέστη τον εγκλεισμό και τον αποκλεισμό που υπέστησαν τα λεγόμενα «παιδιά του Contergan» που είχαν γεννηθεί με μορφολογικές διαφορές λόγω των ενδομήτριων επιπτώσεων της φαρμακευτικής ουσίας θαλιδομίδης.
Η Lorenza αρνήθηκε να βάλει προσθετικά χέρια, ωστόσο ανέπτυξε σφοδρό ενδιαφέρον για το κλασικό μπαλέτο, την τζαζ και τις κλακέτες, και έμαθε επίσης να ζωγραφίζει με τα πόδια και το στόμα. Σπούδασε ζωγραφική στη Σχολή Καλών Τεχνών του Κάσελ και αποφοίτησε με μια διατριβή με τίτλο «Behindert?» (Ανάπηρος;) στην οποία έθετε υπό αμφισβήτηση την κατηγοριοποίηση της αναπηρίας, απορρίπτοντας τον χαρακτηρισμό του φρικιού, και εξερευνούσε τη γενεαλογία των ζωγράφων που δημιουργούν με το στόμα και το πόδι. Σε αυτό το σημείο ξεκίνησε μια διττή διαδικασία υποκειμενικής και καλλιτεχνικής κατασκευής του εαυτού. Πρώτα ο Lorenz αποφάσισε να υιοθετήσει το όνομα Lorenza, επιβεβαιώνοντας ανοιχτά τη θέση του διεμφυλικού θηλυκού. Τα σχέδια και οι αυτοπροσωπογραφίες της Lorenza ως γυναίκας, που φιλοτεχνήθηκαν με το πόδι ή το στόμα, τα γυναικεία ρούχα σχεδιασμένα για κορμιά χωρίς χέρια, καθώς και η σειρά φωτογραφιών που τεκμηριώνουν τη διαδικασία της μεταμόρφωσης λειτούργησαν ως επιτελεστικές τεχνικές για τη δημιουργία μιας διεμφυλικής υποκειμενικότητας χωρίς μέλη. Δευτερευόντως, αν ο ιατρικός λόγος και οι μορφές αναπαράστασεις στοχεύουν να αποστερήσουν τη διάσταση της σεξουαλικότητας και του φύλου από το ημιτελές κορμί, η περφόρμανς της Lorenza ερωτικοποιεί το διεμφυλικό κορμί χωρίς μέλη, προσδίδοντάς του σεξουαλική και πολιτική φόρτιση.
Η Lorenza μετέτρεψε την πρακτική της ζωγραφικής σε τέχνη της περφόρμανς, μετατρέποντας τους δρόμους σε σκηνικό για την πολιτικοποίηση της σωματικής διαφορετικότητας. Εξ αυτού, ως έναν βαθμό η Lorenza συμπεριλαμβάνεται στην παράδοση των ζωγράφων με το στόμα και το πόδι οι οποίοι κερδίζουν τα προς το ζην ζωγραφίζοντας δημοσίως. Όμως το έργο της Lorenza υπονομεύει αυτή την παράδοση δημόσιας ζωγραφικής τόσο μέσω των θεμάτων που εικονίζονται (αυτοπροσωπογραφίες της ως γυναίκας που θηλάζει μωρό, σκηνές αστυνομικής βίας) όσο και επειδή συνδυάζει τη ζωγραφική με το στόμα και το πόδι με ένα πιο εννοιολογικό ιδίωμα που επηρεάζεται από τη σύγχρονη τέχνη της περφόρμανς. Έτσι, για παράδειγμα, στην περφόρμανς με θέμα την Αφροδίτη της Μήλου (πρώτη περφόρμανς στο Κάσελ, αργότερα στη Νέα Υόρκη και στο Σαν Φρανσίσκο), το διεμφυλικό κορμί της Lorenza ως αντιφρονούσας μετατρέπεται σε ζωντανό πολιτικό άγαλμα, ένα γλυπτό διεμφυλικό μανιφέστο χωρίς μέλη. Υπερβαίνοντας τόσο τη ναρκισιστική τοποθέτηση των αρσενικών στη ζωγραφική με το στάξιμο της μπογιάς στον καμβά όσο και τη φεμινιστική παράδοση της δημόσιας περφόρμανς, η Lorenza ζωγράφιζε καθώς χόρευε πάνω σε ένα κομμάτι χαρτί ή σε καμβά απλωμένο στον δρόμο, διεκδικώντας το δικαίωμα να υπάρχει και να δημιουργεί σε ένα διεμφυλικό σώμα χωρίς μέλη. Η Böttner ταξίδεψε πολύ και φιλοτέχνησε εκατοντάδες έργα σε παραστάσεις δρόμου.
Είχε συνδεθεί με το Δίκτυο Καλλιτεχνών με Αναπηρία και είχε επαφή με καλλιτέχνες όπως η Sandra Aronson, υπερασπιζόμενη την ύπαρξη της τέχνης με το στόμα και το πόδι, η οποία απαιτεί να αναγνωριστεί από την ιστορία της τέχνης και τους θεσμούς της. Εναντιωνόταν σθεναρά στις διαδικασίες απο-υποκειμενοποίησης, καθοδήγησης από μέντορα, ακινητοποίησης, εγκλεισμού, αποσεξουαλικοποίησης και ευνουχισμού, οι οποίες διαπράττονται από τις σύγχρονες κοινωνίες προς κανονικοποίηση του αλλότριου σώματος. Το 1988, η Lorenza εγκαταστάθηκε στη Βαρκελώνη και το 1992 έγινε η ζωντανή ενσάρκωση της Petra, που ήταν η αμφιλεγόμενη μασκότ των Παραολυμπιακών, σχεδιασμένη από τον Mariscal. Πέθανε το 1994 από επιπλοκές του ιού HIV.