Για την Αλεξάνδρα Μπαχτσετζή τα συστήµατα επικοινωνίας που ορίζουν τη σύγχρονη κουλτούρα –η ποπ µουσική, τα ΜΜΕ και το διαδίκτυο– είναι τα πεδία όπου παράγεται ο σύγχρονος χορός. Ερµηνεύει τον χορό ως διασταυρούµενη γλώσσα, το αποτέλεσµα της αλληλοδιαπλοκής διάφορων συστηµάτων αναπαράστασης: ζωγραφική, σχέδιο, αρχιτεκτονική, φωτογραφία, λογοτεχνία, κινηµατογράφος, τηλεόραση, βιντεοκλίπ, διαφήµιση, µόδα, πορνογραφία και tutorial στο YouTube. Καταγράφει όλες τις σύγχρονες µορφές σωµατικής έκφρασης, από την αθλητική προπόνηση έως το ρεµπέτικο, για να δηµιουργήσει ένα ζωντανό αρχείο κοινωνικών αντικειµένων ανάλυσης.
Η Μπαχτσετζή ξεκίνησε να χορογραφεί το 2001, µε το Perfect. Έκτοτε έχει συνεργαστεί µε πολλούς καλλιτέχνες, σε πάνω από 25 έργα, συµπεριλαµβανοµένων των Gold (2004), Show Dance (2004), Undressed (2005), Dream Season (2008), Ėtude (2012), From A to B via C (2014) και, πιο πρόσφατα το σόλο PRIVATE: Wear a mask when you talk to me (2016), το οποίο συνδυάζει στάσεις από τη γιόγκα, µε την πορνογραφία, το ποδόσφαιρο και άλλες πηγές, για να συγκροτήσει, µέσω τελετουργικά επαναλαµβανόµενων κινήσεων, ένα είδος πορίσµατος για τη διαµόρφωση του φύλου και της επιθυµίας στο πλαίσιο ενός νεοφιλελεύθερου καθεστώτος.
H Μπαχτσετζή θεωρεί τον Fred Astaire, τον Bob Dylan, τον Michelangelo Antonioni, τον Alejandro Jodorowsky και τον Michael Jackson εξίσου σηµαντικούς µε την Trisha Brown – ή τη Lina Bo Bardi. Ο χορός της ανατρέχει στην ιστορία της εικονοποιίας, από την προπροοπτική και τη µεσαιωνική επιπεδότητα έως τις γλώσσες της σύγχρονης τέχνης, αλλά και στη γραφιστική τέχνη και στα ψηφιακά µέσα, κι έτσι ανατρέπει µε ριζοσπαστικό τρόπο τις παραδοσιακές αντιλήψεις για τον χώρο, την κίνηση, το σώµα και την υποκειµενικότητα. Το έργο της καταδεικνύει ότι οι εικόνες της µαζικής κουλτούρας βασίζονται σε αφηρηµένα πρότυπα όρασης και κίνησης, τα οποία κωδικοποιούνται ανάλογα µε το φύλο, τη φυλή, την κοινωνική τάξη, την ηλικία ή την αναπηρία που περιορίζουν τη σωµατική κίνηση και κανονικοποιούν την υποκειµενικότητα.
Η Μπαχτσετζή γεννήθηκε το 1974 στην Ελβετία από Ελβετίδα µητέρα και Έλληνα πατέρα. Εκλαµβάνει ως πεδίο της πολιτικής κι αισθητικής δραστηριοποίησής της την κατάσταση της αποκοπής από τις ρίζες και όχι την καταγωγή και την ταυτότητα: «Δεν είχα την αίσθηση του ανήκειν ούτε ως προς τη γλώσσα ούτε ως προς τον τόπο· γι’ αυτό θέλησα να δηµιουργήσω µια τέτοια αίσθηση, να παραγάγω έναν χώρο όπου θα µπορούσα να υπάρξω». Το ζητούµενό της είναι να δηµιουργήσει δρώσα υποκειµενικότητα, να ανακτήσει την ερωτική, συναισθηµατική και µικροπολιτική ισχύ της κίνησης στο πλαίσιο ενός κανονιστικά ρυθµισµένου καθεστώτος ορατότητας. Από την τυπολογική ευφυΐα των έργων της, από τον τρόπο που παρελαύνουν οι κώδικες µέσα και απέναντι στο άφατο και τυποποιηµένο, αναβλύζει µια απρόσµενη αµιγής οµορφιά. Η ανεξάντλητη δυνατότητα αυτοσχεδιασµού και εξέγερσης µέσα σε ένα δεδοµένο σύστηµα κανόνων ακτινοβολεί από κάθε παραµορφωµένη εικόνα και µοτίβο, που συντίθεται από φαινοµενικά προκαθορισµένες ακολουθίες σωµατικών αλληλεπιδράσεων.
Paul B. Preciado