Στο έργο του Émile Perverti (Ο διεστραµµένος Αιµίλιος, 1974) ο René Schérer, φιλόσοφος και µελετητής του Charles Fourier, περιγράφει πώς η νεωτερική, αποικιακή, καπιταλιστική διαδικασία υφαρπαγής της λιβιδινικής δύναµης του υποκειµένου ξεκινά µε τη διδασκαλία της γραφής στα σχολεία. Η µετάβαση από µια προφορική σε µια γραπτή κουλτούρα απαιτεί το κλείσιµο των στοµάτων. Η σιωπηλή ανάγνωση, σωµατική έκφραση της εσωτερίκευσης, αποτελεί µέρος της διαδικασίας κατασκευής του νέου ατόµου, το οποίο µαθαίνει να καταπίνει τις λέξεις του και να ξεχνά τα πράγµατα που θυµούνταν κάποτε οι δικοί του. Το σχολείο είναι και ο τόπος όπου το αυνανιστικό χέρι υποχρεώνεται να γράψει. Ακολούθως, διαδοχικοί θεσµοί διδάσκουν στο ίδιο χέρι πώς να γίνει αρρενωπό, πώς να εργάζεται ή να οπλοφορεί.
Ο Sergio Zevallos έµαθε να γράφει ισπανικά τη δεκαετία του 1960 στη Λίµα, που εκείνη την εποχή µαστιζόταν από αποικιακούς, σεξουαλικούς και ταξικούς ανταγωνισµούς και βίαιες στρατιωτικοποιηµένες συγκρούσεις. Το έργο του θα µπορούσε να περιγραφεί ως σχολαστική διαδικασία επανασύνδεσης του σώµατος του καλλιτέχνη µε το αυνανιστικό χέρι, της φωνής µε την αποκτηθείσα γνώση µιας κουλτούρας που η γλώσσα αδυνατεί πλέον να αρθρώσει. Μεταξύ 1982 και 1994 ο Zevallos ήταν µέλος του Grupo Chaclacayo, µε τον Γερµανό καλλιτέχνη Helmut Psotta και τον Περουβιανό καλλιτέχνη Raúl Avellaneda. Η κολεκτίβα ήταν γνωστή για τις φωτογραφίες και τις δηµόσιες περφόρµανς που κατήγγελλαν τη σεξουαλική και ρατσιστική βία των ένοπλων συγκρούσεων στο Περού. Οι εικόνες τους ανακάτευαν και αποϊεροποιούσαν θρησκευτικά σύµβολα αλλά και την ηρωική αρρενωπότητα του στρατιώτη.
Η συνεργασία του Zevallos µε τον Psotta τού έδωσε τη δυνατότητα να αυτοεξοριστεί στη Γερµανία το 1989, όπου ξεκίνησε τη σόλο καλλιτεχνική σταδιοδροµία του. Σε όλο του το έργο, που συνυφαίνει φωτογραφία, περφόρµανς, εγκατάσταση, ζωγραφική και συγγραφή σε έναν περίτεχνο καµβά, επανέρχονται δύο στιγµές. Η πρώτη, η εικονοκλαστική, συνιστά κριτική στις τράπεζες γνώσεων, στις πρακτικές και στις αναπαραστάσεις που κατασκευάζει το υποκείµενο της αποικιακής νεωτερικότητας. Ο καλλιτέχνης µεταµορφώνεται σε αντιεπιστηµονικό καταστροφέα ταξινοµιών και εθνογραφικών ή ψυχοπαθολογικών λεξικών που καθιερώνουν αποδεκτές διαφορές µεταξύ αυτού που θεωρείται φυσιολογικό κι αυτού που θεωρείται παθολογικό, αυτού που θεωρείται πολιτισµένο κι αυτού που θεωρείται πρωτόγονο. Στη δεύτερη στιγµή επικαλείται µη δυτικές τεχνολογίες συνειδητότητας, όπως ο ανιµισµός ή ο σαµανισµός, για να ανακατασκευάσει έναν διαφορετικό τύπο κυριαρχίας, ούτε αρρενωπής ούτε ηρωικής, για το σώµα που έχει πληγεί από τον αποικιακό, νεκροπολιτικό καπιταλισµό.
Paul B. Preciado