Μου έδωσες µια προσωπίδα µε έναν µεταλλικό µπλε ιµάντα. «Πάρε µια γυάλινη µάσκα», είπες. Γελάσαµε σιγανά, έχοντας επίγνωση του προφανούς, καθόλου αστείου, υπαινιγµού. Σε ρώτησα αν ήξερες ότι οι µονοσύλλαβες λέξεις µε οµοιοκαταληξία, όπως gas [αέριο] και glass [γυαλί] είναι σαφώς αρσενικές. Μια δισύλλαβη ρίµα «further murder» είναι συµβατικά θηλυκή. «Α!» είπες εσύ, «όπως λέµε “brokebone gravestone”». Πώς, τέλος πάντων, ο προσδιορισµός του γένους κατέληξε να αποτελεί ζήτηµα της γλωσσολογικής συνήχησης; Γιατί να µπει κανείς σε τόσο κόπο; Μα έχουν οι ήχοι γένος;
Χτυπώντας απαλά την ελαφρά χρωµατισµένη, υπέροχα σπασµένη επιφάνεια που τώρα κάλυπτε το πρόσωπό σου, νόµισα πως σε άκουσα να λες κάτι γι’ αυτά τα ανυπεράσπιστα ανοίγµατά µας. Στοµατικές κοιλότητες, οπές αυτιών, ρουθούνια, κόγχες µατιών. Όλα χρειάζονται προστασία από τα ερεθίσµατα και την απήχηση κυµατοµορφών και τα σωµατίδια ύλης. Τι προστατεύαµε στ’ αλήθεια µε τις προσωπίδες µας;
Φορώντας την ψεύτικη προσωπίδα µας, πήραµε βαθιές ανάσες φουσκώνοντας τα πνευµόνια µας, µε τη σκέψη ότι η ίδια η αναπνοή ήταν το ειρωνικό σηµείο της συνάντησης. Παρατήρησες τη θορυβώδη εισπνοή µου και πρότεινες να προσπαθήσω να αντιστρέψω τη διαδικασία και δηλαδή να φουσκώνω την κοιλιά µου καθώς εκπνέω αντί να τη ρουφάω. Θεωρούσαµε ότι η ζεστή ανάσα που θαµπώνει τις µάσκες από σπασµένο γυαλί σηµαίνει σωστή αναπνοή. Εξάλλου, η δουλειά σου πάντα προκαλούσε µε τη διαφάνεια. Επέτρεπε στο σώµα να είναι ευάλωτο εξαιτίας της εντροπίας του.
Ένα ψυχρό µπλε χρώµα διαθλάται γρήγορα από το µάγουλό σου. Μια πορτοκαλόχρωµη σπίθα αντανακλάται από το πιγούνι σου. Σε παρατηρώ καθώς το πρόσωπό σου συσπάται. Μου λες ότι βλέπεις ένα πρασινωπό σπαθί, µε την αιχµηρή του άκρη περασµένη από φαρµακερό χρυσαφί χρώµα, να σπινθηροβολεί από την κάθετη ρυτίδα που έχω στο µέτωπο. Σαν το θρυµµατισµένο κρανίο της Ιουλίας. Το φως σκίζει ένα φάντασµα.
Οι µύες του προσώπου είναι τόσο εκφραστικοί. Η ελάχιστη κίνηση αποτελεί ένδειξη ενός συναισθήµατος. Ο παραµικρός σπασµός αφηγείται ιστορίες. Για µια στιγµή, λες, βλέπεις την απόγνωση της Cornelia στη σκιά που σχηµατίζεται σε µια γωνιά του στόµατος. Νιώθεις την ανάσα της Else καθώς πεθαίνει ανίσχυρη.
Γυάλινες µάσκες. Τι λογής οµορφιά βλέπουµε τώρα καθώς το φως αστράφτει και θαµπώνει την όραση µέσα από την εύθραυστη διαύγεια αυτών των παράξενων προσωπίδων; Εισπνέουµε και εκπνέουµε όπως κάνουν όσοι διακατέχονται από αγωνία, και ελπίζουµε, εσύ και εγώ, ότι το φασµατικό σύνολο που τόσο ζωντανά το βλέπουµε εµπρός µας προµηνύει κάτι για οποίο µπορούµε να νοιαζόµαστε.
Κόντα: Η Yael Davids, που γεννήθηκε το 1968, περιεργάζεται το σηµείο τοµής προσωπικών και πολιτικών αφηγηµάτων, τη συλλογή και τη συλλογική κληρονοµιά, και εξετάζει το σώµα ως έναν τόπο συγκλίσεων και συγκρούσεων. Στο έργο που θα παρουσιάσει στην documenta 14 φέρνει κοντά διαφορετικούς χαρακτήρες, όπως τη ζωγράφο Cornelia Gurlitt, την ποιήτρια και θεατρική συγγραφέα Else Lasker-Schüler, τη Ρωµαία αυτοκράτειρα Ιουλία Ακυληία των Σεβήρων και τη Rahel Varnhagen, που φηµιζόταν για τα σπουδαία φιλολογικά της σαλόνια, µέσα από µια καινούρια γλυπτική δουλειά που φτιάχτηκε από το εργοστάσιο οπλισµένου γυαλιού στο κιµπούτς Τζουµπού όπου µεγάλωσε.
Sher Doruff