Αγαπητή MD,
Πριν από λίγο παρακολουθούσα στο λάπτοπ µου το καινούριο σου φιλµ, µε τις αναφορές στη Chantal Akerman / στον γιο σου. Στο εισαγωγικό σπικάζ οµολογείς κάτι που µου κίνησε το ενδιαφέρον: «Αυτού του τύπου την κινηµατογράφηση τη θεωρώ ευπρόσιτη και σπάνια φέρει σοβαρές αξιώσεις, µιας και το διακύβευµα είναι πενιχρό». Τα συνοδευτικά πλάνα του πράσινου πάρκου, άνευ ενδιαφέροντος – κατά τα λεγόµενά σου. Το σχόλιό σου µου θύµισε τα λόγια του Walter Benjamin· αυτά που χρησιµοποίησες στο My Necropolis (2009)· εκείνο το παράξενο, άφθαρτο κείµενο όπου ο φιλόσοφος περιγράφει την αθλιότητα των καταλυµάτων του στο Παρίσι και το επιβεβληµένο ρολόι έξω από το παράθυρό του. Τι κοινό έχει η θέα ενός ρολογιού –µιας «πολυτέλειας» χωρίς την οποία δεν µπορούσε να ζήσει, όπως αναφέρει αινιγµατικά ο Benjamin– µε την άλλη θέα, αυτή των γεµάτων βλάστηση δρόµων των Παλισέιντς, της οποίας, όπως επισηµαίνεις, το διακύβευµα είναι τόσο πενιχρό; Καθώς παρακολουθούσα το φιλµ, βλέποντάς σε να περιδιαβάζεις στο διαµέρισµά σου µε τα φωτισµένα από τον ήλιο πλαίσια να µετατοπίζονται στους τοίχους κι εσύ να απαγγέλλεις ένα κείµενο-δοκίµιο πάνω σε έναν λαβύρινθο θεµάτων που πάντα παρουσιάζεις υπό ένα παράδοξο και καινοφανές φως –τη συγγραφή, το image making, τη µητρότητα, την πείνα, την εργασία, τον κινηµατογράφο, την οικογένεια, το διάβασµα, «την κοινωνική σφαίρα»–, βλέποντάς σε να τρως ζάχαρη, ξαπλωµένη γυµνή στο κρεβάτι σου (σαν απόηχος του έργου της Akerman) φορώντας τα ακουστικά σου (τα ίδια λευκά ακουστικά του iPhone που µου µετέδιδαν τη φωνή σου), αναλογίστηκα το πάθος σου για το έργο της Akerman, την αναγκαιότητα των γραµµάτων, της λογοτεχνίας και του κινηµατογράφου, αναλογίστηκα τις αδελφές σου, την εικόνα τους, την εικόνα του γιου σου. Την επιθυµία – τη θλίψη που συνεπάγεται. Προχειρόγραψα µερικές ερωτήσεις: Ο γιος σου είναι εκείνος στο 6:27; Σ’ εκείνη την ασπρόµαυρη φωτογραφία; Λεπτός, γυµνός, η πλάτη του πάνω από ένα γραφείο, λυγισµένη απαλά σαν φύλλο… Ποιος από τους φίλους του γιου σου είναι ο Ευριπίδης; Μήπως το όµορφο αγόρι µε το κοντοµάνικο της HSBC; Πώς είναι να έχεις γεννηθεί στο Τορόντο το 1958; Συγγραφέας, δηµιουργός και µητέρα είναι όλα το ίδιο πράγµα; Και γιατί µεταπηδάς στο τρίτο πρόσωπο –µια µέθοδος λογοτεχνικής αποστασιοποίησης– όταν, προς το τέλος του έργου, σ’ εκείνες τις σκηνές στα χιονισµένα τοπία, αναλογίζεσαι την αγάπη σου για τον γιο σου και για τη δουλειά σου; «Αισθάνεται ζωντανή όσο βρίσκεται πίσω από την κάµερα». Να τον κινηµατογραφεί. Ωστόσο, απευθύνεσαι στον γιο σου σε ευθύ λόγο. «Είσαι το αντίθετο του ευπρόσιτου». Τι συνιστά πολυτέλεια; Τι συνιστά αναγκαιότητα; Αντιλαµβάνοµαι πως δεν έχω µιλήσει πολύ για την Akerman (κάτι σαν το ρολόι κι εκείνη, ανεξίτηλη), όµως απευθύνεσαι σ’ αυτή µε έναν αρχαϊκό σεβασµό, και επίσης στο δεύτερο πρόσωπο, «εσύ». Ανυποµονώ τροµερά να σε συναντήσω στην Αθήνα.
Τις θερµότερες ευχές µου,
QL