Η Annie Pootoogook καταγόταν από την Αρκτική κοντά στον Βόρειο Πόλο. Η κοινότητά της ονομάζεται Kinngait στη διάλεκτο Inuktitut –τη γλώσσα της φυλής των Ινουίτ– και Cape Dorset στα αγγλικά. Η Annie έφυγε πριν από μερικές μέρες. Η αστυνομία βρήκε το σώμα της ξεβρασμένο στις όχθες του ποταμού που διασχίζει την Οτάβα, την πρωτεύουσα του Καναδά. Ήταν σαράντα επτά ετών.
Όταν οι ζωγραφιές της άρχισαν να φτάνουν στα νότια ακροατήρια, οι θεατές δεν ήξεραν πώς να τις αντιμετωπίσουν. Ενδόμυχα και καθημερινά συγχρόνως, τα έργα της ήταν ακατέργαστα, ερεθιστικά, συγκινητικά, κάποιες φορές ερωτικά, τραγικά και αστεία. Σ’ αυτά κατέγραφε τη ζωή της γιαγιάς της –της επίσης καλλιτέχνιδας Pitseolak Ashoona με τα χαρακτηριστικά μαύρα κοκάλινα γυαλιά– με την ίδια φροντίδα και λεπτομέρεια που απεικόνιζε οικιακές σκηνές μιας οικογένειας την ώρα που τα μέλη της κοιμούνταν μαζί στην καλοκαιρινή τους σκηνή. Θα έλεγε μάλιστα κανείς ότι τα θεμέλια της πρώιμης καλλιτεχνικής της εκπαίδευσης ήταν οι πολλές ώρες που πέρασε παρακολουθώντας την Ashoona να σχεδιάζει στο δωμάτιό της. Αργότερα, οικειοποιήθηκε κάποια από τα αφηγηματικά νήματα της γιαγιάς της, δημιουργώντας έργα που ήταν προσωπικά και αυτοβιογραφικά σε μια εποχή που τα θέματα στα σχέδια των Kinngait καλλιτεχνών επικεντρώνονταν ακόμα στο κυνήγι, στα ζώα, στη νομαδική ζωή και στις μυθολογίες των Ινουίτ, εικόνες που έβρισκαν μεγάλη ανταπόκριση στο κύκλωμα αγοράς των Νότιων συλλεκτών.
Μέσα από τα σχέδιά της η Annie μάς επέτρεψε να δούμε τη ζωή της σε όλη της την πολυπλοκότητα. Κατέγραψε την οικογένειά της να παρακολουθεί τους Simpsons στην τηλεόραση ή να ακούει το δελτίο καιρού στο ραδιόφωνο, τον φίλο της ενώ προσπαθούσε να τη χτυπήσει, ένα παιδί να κάνει τα πρώτα του βήματα υπό το χαρούμενο βλέμμα των γονιών του, καθώς και πολλά μεμονωμένα αντικείμενα – ένα στιλό κι ένα μολύβι, έναν στηθόδεσμο και μια φορητή εστία, μεταξύ πολλών άλλων. Πολλά από τα σχέδιά της αγγίζουν την απόγνωση του αλκοολισμού και της αυτοκτονίας· αμφότερα λαμβάνουν επικές διαστάσεις στον Βορρά, καθώς οι κοινότητες ακόμα προσπαθούν να επουλώσουν τα ανοιχτά τραύματα της αποικιοκρατίας και της ριζικής αποσταθεροποίησης της ζωής των ανθρώπων που κάποτε ζούσαν σε απόλυτη αρμονία με τη γη.
Η Annie πέτυχε την καταξίωση στη διάρκεια της ζωής της. Τα σχέδιά της παρουσιάστηκαν στη 17η Μπιενάλε του Σίδνεϊ (2010) και σε αναρίθμητες ατομικές και ομαδικές εκθέσεις στον Καναδά. Πιο γνωστή στο ευρύ κοινό έγινε το 2006, όταν τιμήθηκε με το βραβείο Sobey, που αποτελεί την πιο σημαντική διάκριση για καλλιτέχνες κάτω των σαράντα στον Καναδά. Αμέσως μετά κλήθηκε να συμμετάσχει στην documenta 12 (2007). Η συμμετοχή της προβλήθηκε έντονα από τα επίσημα μέσα της χώρας, κάνοντας την κοινότητά της περήφανη.
Η Annie υπήρξε πάντα σεμνή. Ήταν ευγενική και γενναιόδωρη. Πριν από λίγα χρόνια μετακόμισε στην Οτάβα για να ξαναρχίσει τη ζωή της. Αντί όμως για μια νέα αρχή, η αλλαγή αυτή σηματοδότησε ένα πρόωρο τέλος. Η Annie έμοιαζε να παλεύει με την επιτυχία που γνώρισε από τη δουλειά της – για μια περίοδο ήταν σαν όλοι να ήθελαν κάτι από εκείνη, ενώ η ίδια το μόνο που επιζητούσε ήταν να ξεφύγει από την προσοχή του κοινού, αλλά και από τους προσωπικούς της δαίμονες που πάντα φαινόταν ότι την ακολουθούσαν από πολύ κοντά.
Στην Αρκτική υπάρχει ένας γνωστός μύθος για ένα πλάσμα ονόματι Sedna που είναι κατά το ήμισυ ψάρι και κατά το ήμισυ γυναίκα. Ο πατέρας της Sedna επιχείρησε να την πνίξει στον ωκεανό επειδή εκείνη ήθελε να παντρευτεί κάποιον που αυτός δεν ενέκρινε. Παρά την απίστευτη αγριότητά του (της έκοβε ένα ένα τα δάχτυλα καθώς εκείνη προσπαθούσε να γαντζωθεί στη βάρκα), η Sedna έγινε τελικά η μητέρα της θάλασσας και καθένα από τα δάχτυλα έγιναν φώκιες, θαλάσσιοι ίπποι και φάλαινες.
Φαντάζομαι την Annie να κολυμπάει τώρα πλάι στη Sedna και να δίνουν κουράγιο η μια στην άλλη.